Ο ξάδερφός της, Μαχσά Αμινί, ο οποίος ζει στο Ιράκ, αποκάλυψε όσα έγιναν κατά τη σύλληψή της Μαχσά Αμινί. Όπως είπε, πέθανε έπειτα από ένα «βίαιο χτύπημα στο κεφάλι» από την αστυνομία ηθών.
Η 22χρονη Ιρανή κουρδικής καταγωγής βρισκόταν στην Τεχεράνη όπου επισκεπτόταν συγγενείς της μαζί με τους γονείς και τον 17χρονο αδελφό της πριν ξεκινήσει τις πανεπιστημιακές της σπουδές στην επαρχία του δυτικού Αζερμπαϊτζάν, στο βορειοδυτικό Ιράν, όταν ο δρόμος της διασταυρώθηκε με εκείνον της αστυνομίας ηθών στις 13 Σεπτεμβρίου, όπως είπε στο AFP ο 34χρονος ξάδελφός της Ερφάν Σαλίχ Μορτεζαΐ.
«Ο θάνατος της Τζίνα άνοιξε τις πύλες της λαϊκής οργής», είπε ο ξάδελφός της χρησιμοποιώντας το κουρδικό όνομα της Αμινί και αναφερόμενος στις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας που προκάλεσε ο θάνατός της.
Σε τηλεφωνική επικοινωνία μετά την ανακοίνωση του θανάτου της, η μητέρα της είπε στο ξάδελφό της τι συνέβη όταν συνελήφθη η 22χρονη, όπως περιγράφει ο Μορτεζαΐ.
Το AFP μίλησε μαζί του στην αυτόνομη κουρδική περιοχή του Ιράκ -η οποία συνορεύει με την γενέτειρα της Αμινί, την επαρχία Κουρδιστάν στο Ιράν- όπου ζει τον τελευταίο χρόνο.
Εκεί ο Σαλίχ εντάχθηκε στην κουρδική ιρανική εθνικιστική οργάνωση Κομάλα, η οποία μάχεται επί μακρόν εναντίον των ιρανικών αρχών διεκδικώντας αυτονομία για τις κατοικούμενες από Κούρδους περιοχές του βορειοδυτικού Ιράν.
Στις 13 Σεπτεμβρίου η Αμινί, ο αδελφός της και γυναίκες συγγενείς τους είχαν πάει βόλτα στην πρωτεύουσα.
Εξερχόμενοι από τον σταθμό Χαγκανό του μετρό, «η αστυνομία ηθών τους σταμάτησε και συνέλαβε την Τζίνα και τους συγγενείς της», είπε ο Μορτεζαΐ.
Φορώντας στολή αγγαρείας και μιλώντας από μια βάση της Κομάλα στην περιοχή Σουλεϊμανίγια του βόρειου Ιράκ, ο Μορτεζαΐ είπε ότι ο αδελφός της Αμινί προσπάθησε να πει στην αστυνομία ότι (η οικογένεια) βρισκόταν «στην Τεχεράνη για πρώτη φορά» και «δεν γνώριζε τις τοπικές παραδόσεις».
Ωστόσο, οι εκκλήσεις του έπεσαν στο κενό.
Συγκλονίζει η στιγμή του ξυλοδαρμού της
«Ο αξιωματικός της αστυνομίας του απάντησε ‘Θα την πάμε στο τμήμα, θα της εμφυσήσουμε τους κανόνες και θα την διδάξουμε πώς να φοράει το χιτζάμπ και πώς να ντύνεται», είπε ο Μορτεζαΐ.
Η Αμινί ήταν «ντυμένη φυσιολογικά. Όπως όλες οι γυναίκες στο Ιράν, φορούσε το χιτζάμπ», είπε ο ξάδελφός της.
Υπενθυμίζεται πως στο Ιράν οι γυναίκες -ανεξαρτήτως του δόγματός τους- είναι υποχρεωμένες να καλύπτουν τα μαλλιά τους και η αστυνομία ηθών τους απαγορεύει να φορούν πανωφόρια πάνω από το γόνατο, στενά παντελόνια, έντονα χρώματα ή σκισμένα τζιν. Ο κώδικας παρακάμπτεται ευρέως επί δεκαετίες, ειδικά στις μεγάλες πόλεις, αλλά έχουν υπάρξει περιοδικά επιχειρήσεις καταστολής.
«Οι αστυνομικοί χτύπησαν την Τζίνα, την χτύπησαν μπροστά στον αδελφό της», είπε ο ξάδελφός της. «Την χαστούκισαν, την χτύπησαν στα χέρια και στα πόδια με ένα κλομπ», πρόσθεσε ο ίδιος λέγοντας ότι η αστυνομία ψέκασε στο πρόσωπο του αδελφού της σπρέι πιπεριού.
Η Τζίνα και οι συγγενείς της υποχρεώθηκαν να μπουν μέσα στο φορτηγάκι της αστυνομίας ηθών και μεταφέρθηκαν σε ένα αστυνομικό τμήμα στην οδό Βεζαράτ. Ο ξυλοδαρμός συνεχίστηκε και στη διαδρομή, συμπλήρωσε.
«Όταν την χτύπησαν στο κεφάλι με το κλομπ έχασε τις αισθήσεις της. Ένας από τους αστυνομικούς είπε: ‘προσποιείται’ ».
Όπως είπε, «μετά την έλευσή τους, πέρασε τουλάχιστον 1,5 ώρα μέχρι να μεταφερθεί σε νοσοκομείο της Τεχεράνης παρά τις εκκλήσεις των συγγενών της». Έπειτα από τρεις ημέρες σε κώμα, κατέληξε.
Ήθελε μια καλύτερη ζωή η Αμινί
Η μητέρα της Αμινί είπε ότι οι γιατροί στο νοσοκομείο ενημέρωσαν την οικογένεια πως η κόρη τους «είχε δεχτεί ένα βίαιο χτύπημα στο κεφάλι», σύμφωνα με τον Μορτεζαΐ, με τις ιρανικές αρχές να αρνούνται κάθε ανάμειξη στον θάνατό της.
Για τις διαδηλώσεις που πραγματοποιούνται στο Ιράν ο ξάδερφός της είπε πως «αυτό που συμβαίνει στο Κουρδιστάν και παντού αλλού στο Ιράν είναι λαϊκή οργή εναντίον του καθεστώτος της Ισλαμικής Δημοκρατίας, κατά της δικτατορίας».
Αυτή τη φορά «οι γυναίκες προπορεύονται και λαμβάνουν ενεργά μέρος στις διαδηλώσεις”. “Οι γυναίκες συμμετέχουν στις διαδηλώσεις θαρραλέα και βγαίνουν στους δρόμους μέρα-νύχτα. Εμείς, οι νέοι γνωρίζουμε ότι αν καταρρεύσει αυτό το καθεστώς μας περιμένει μια καλύτερη ζωή», καταλήγει ο Μορτεζαΐ.