«Μοναδική» χαρακτηρίζει την κλίμακα της έρευνας για το σκάνδαλο διαφθοράς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ο υπουργός Δικαιοσύνης του Βελγίου.
Ειδικότερα, μιλώντας στους Financial Times για την υπόθεση Qatargate ο Βίνσεντ Βαν Κουίκενμπορν δήλωσε ότι το μέγεθος της έρευνας για καταγγελίες για δωροδοκία μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είναι μιας κλίμακας που συνήθως παρατηρείται σε μεγάλες έρευνες για το οργανωμένο έγκλημα.
Η έρευνα περιλαμβάνει «παρέμβαση κρατικών παραγόντων στην καρδιά της ευρωπαϊκής μας δημοκρατίας» μεγέθους που το Βέλγιο δεν έχει ξαναδεί, είπε διευκρινίζοντας ότι τα γεγονότα της υπόθεσης, που έχει κλονίσει τις Βρυξέλλες, μένει ακόμη να αποδειχθούν.
Η έρευνα, η οποία ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2021, έχει οδηγήσει μέχρι στιγμής στη σύλληψη τεσσάρων υπόπτων, μεταξύ των οποίων η Εύα Καϊλή. Οι φερόμενοι ως εμπλεκόμενοι στο σκάνδαλο κατηγορούνται για διαφθορά, ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση. Η αστυνομία έχει κατασχέσει 1,5 εκατ. ευρώ σε μετρητά. Η υπόθεση εμπλέκει νομοθέτες, μη κυβερνητικές οργανώσεις και ξένες δυνάμεις, του Κατάρ και του Μαρόκου.
«Γνωρίζουμε περιπτώσεις κρατικών παραγόντων που προσπαθούν να παρέμβουν στο δημοκρατικό μας σύστημα. Όπως επίσης και από το οργανωμένο έγκλημα», είπε. «Αλλά στην πραγματικότητα, η δωροδοκία μελών ενός κοινοβουλίου, ειδικά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, είναι εντελώς μοναδική για την υπηρεσία πληροφοριών μας».
Ο Βαν Κουίκενμπορν τόνισε ακόμα ότι η τρέχουσα έρευνα για διαφθορά έδειξε ότι το Βέλγιο, το οποίο φιλοξενεί πολλά θεσμικά όργανα της ΕΕ, καθώς και το ΝΑΤΟ, δεν δίνουν «δωρεάν πάσο» σε φερόμενους εγκληματίες. «Για εμάς, η διαφύλαξη του κράτους δικαίου είναι το πιο σημαντικό πράγμα», είπε, προσθέτοντας ότι αυτό σημαίνει ότι η έρευνα πρέπει να συνεχιστεί χωρίς καμία «παρέμβαση» από τη βελγική κυβέρνηση.
«Πρόκειται για μια πολύ συγκεκριμένη περίπτωση παρέμβασης μέσω δωροδοκίας και είναι κάτι πρωτόγνωρο για τη χώρα μας», είπε, προσθέτοντας ότι το τελευταίο μεγάλο σκάνδαλο διαφθοράς με ξένους παράγοντες ήταν τη δεκαετία του 1990, όταν αρκετοί Βέλγοι πολιτικοί — συμπεριλαμβανομένου του τότε γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ Ουίλι Κλάις— καταδικάστηκαν για δωροδοκία από την ιταλική εταιρεία κατασκευής αεροσκαφών Agusta.