«Χέι, Ράμα!» (Ω,θεέ)! Δυο λέξεις κι η Μεγάλη Ψυχή σωριάστηκε στο έδαφος. Τρεις πυροβολισμοί και ο άνθρωπος που είχε νικήσει τη Βρετανική αυτοκρατορία, χωρίς να πιάσει όπλο, κειτόταν νεκρός. Ο φανατικός που τον πυροβόλησε, πιάστηκε αμέσως. Η Ινδία που τον έχασε, ξέσπασε σε λυγμούς. Ο Μαχάτμα Γκάντι πρόλαβε να δει την πατρίδα του ανεξάρτητη. Ήταν 30 Ιανουαρίου 1948. Ξεψύχησε στα 79 του χρόνια.

Γεννήθηκε στα 1869, στο Πορπαντόρ των Αγγλικών Ινδιών, από πλούσια οικογένεια. Ονομαζόταν Μοχόντας Καράμιτσαν Γκάντι. Αργότερα, οι συμπατριώτες του τον ονόμασαν Μαχάτμα (Μεγάλη Ψυχή).

Σπούδασε νομικά στο Λονδίνο και, το 1893, σε ηλικία 24 χρόνων, βρέθηκε στη Νότια Αφρική όπου, επί είκοσι χρόνια, αγωνίστηκε σκληρά να μορφώσει τους Ινδούς μετανάστες και να βελτιώσει τη ζωή τους. Στα 1914, πέτυχε να αναγνωριστούν τα δικαιώματα τους από τους Άγγλους.

">

Γύρισε στις Ινδίες, διάσημος για τους αγώνες του. Ήταν ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος και οι Άγγλοι του υποσχέθηκαν πως θα έδιναν αυτονομία στην πατρίδα του, αν οι Ινδοί τους βοηθούσαν.

Ένα εκατομμύριο συμπατριώτες του έσπευσαν να πολεμήσουν στο πλάι των συμμάχων. Όταν ο πόλεμος τελείωσε, η Μεγάλη Βρετανία είχε ξεχάσει τις υποσχέσεις. Ο Γκάντι κήρυξε την παθητική αντίσταση, καλώντας τους Ινδούς να διακόψουν κάθε επαφή με ο,τιδήποτε εγγλέζικο (αξίωμα, διοίκηση, δικαστήριο, προϊόν κ.λπ.).

Το μποϊκοτάζ έκανε να πέσουν κατακόρυφα τα κέρδη των Άγγλων στις Ινδίες. Άρχισαν οι διωγμοί. Φυλακίστηκε άπειρες φορές, αντιμετωπίζοντας τους κατακτητές της πατρίδας του με στωικότητα. Στα 1931, κήρυξε την ολοκληρωτική ανυπακοή, φτιάχνοντας, συμβολικά, αλάτι από θαλασσινό νερό.