Οι πολίτες της Χιλής απέρριψαν στο δημοψήφισμα που διεξήχθη την Κυριακή το σχέδιο νέου Συντάγματος της χώρας, κατά τα ως τώρα μερικά αποτελέσματα που δημοσιοποίησε η εφορευτική επιτροπή της χώρας της Λατινικής Αμερικής.
Με το 76,52% των ψηφοδελτίων καταμετρημένο, το «κατά» επικρατεί με το 55,54% των ψήφων, ενώ το «υπέρ» περιορίζεται στο 44,55%, σύμφωνα με την εκλογική υπηρεσία (SERVEL).
Κατά συνέπεια ο θεμελιώδης νόμος της περιόδου της δικτατορίας του Αουγούστο Πινοτσέτ θα παραμείνει σε ισχύ.
Η προσπάθεια για ένα νέο σύνταγμα ξεκίνησε το 2019 μετά τις μαζικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που συγκλόνισαν τη Χιλή, αναφέρει το BBC. Οι διαδηλωτές, πολλοί από τους οποίους ήταν αριστεροί φοιτητές, απαίτησαν δραστικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές.
Έπειτα από μήνες αναταραχής, ο τότε συντηρητικός πρόεδρος Σεμπαστιάν Πινιέρα συμφώνησε να ξεκινήσει μια διαδικασία για την αναθεώρηση του συντάγματος του 1980.
Όμως το πρώτο σχέδιο, που εκπονήθηκε από συνέλευση που επέλεξαν οι ψηφοφόροι, για πολλούς ήταν υπερβολικά ριζοσπαστικό.
Διαφωνούσαν, μεταξύ άλλων, με τις σαρωτικές μεταρρυθμίσεις και τις προτάσεις του για αντικατάσταση της Γερουσίας με μια νέα Βουλή των Περιφερειών. Πρότεινε επίσης το σχέδιο να ανακηρυχθεί η Χιλή «πολυεθνικό κράτος», αναγνωρίζοντας τα δικαιώματα των αυτοχθόνων ομάδων της Χιλής -που αποτελούν περίπου το 13% του πληθυσμού- στα εδάφη και τους πόρους τους.
Τον Σεπτέμβριο του 2022 το σχέδιο απορρίφθηκε από το 62% των ψηφοφόρων.
Ένα νέο συνταγματικό συμβούλιο – αυτή τη φορά αποτελούμενο από 24 άτομα που ορίστηκαν από το Κογκρέσο και 51 αντιπροσώπους που εκλέχθηκαν από το λαό της Χιλής – δημιουργήθηκε για να καταρτίσει νέο σχέδιο, το οποίο θεωρήθηκε συντηρητικό.
Όσον αφορά, για παράδειγμα, το ζήτημα των αμβλώσεων, οι αριστεροί επικριτές θεωρούν το προτεινόμενο κείμενο διφορούμενο και λένε ότι θα μπορούσε να επιτρέψει μελλοντικούς περιορισμούς στα υφιστάμενα αναπαραγωγικά δικαιώματα. Διαφωνούν επίσης με τη βαρύτητα που δίνεται στα δικαιώματα ιδιωτικής ιδιοκτησίας και το γεγονός ότι το νέο κείμενο κατοχυρώνει τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην παροχή βασικών υπηρεσιών όπως η υγεία, η εκπαίδευση ή οι συντάξεις.