Την έντονη αντίδραση της Λευκωσίας προκάλεσαν οι νέες δηλώσεις του Τούρκου αντιπροέδρου, Φουάτ Οκτάι, σχετικά με το πιθανολογούμενο «άνοιγμα» της περίκλειστης πόλης της Αμμοχώστου, κατά παραβίαση των ψηφισμάτων των Ηνωμένων Εθνών.
«Δεν θα μείνουμε με τα χέρια δεμένα» διαμήνυσε, χαρακτηριστικά, το πρωί της Κυριακής, ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης.
Από την πλευρά του, ο δήμαρχος της περιοχής, Σίμος Ιωάννου, μιλώντας στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, κατήγγειλε ότι οι τουρκικές ενέργειες στα Κατεχόμενα έχουν «διπλό σκοπό».
«Αφενός να βάλουν βόμβα στις προοπτικές διαπραγμάτευσης για την επίλυση του Κυπριακού, αφετέρου την υποστήριξη των υποψηφιοτήτων του Τατάρ και του Οζερσάι», εν όψει των προεδρικών εκλογών στο Ψευδοκράτος, στις 12 Απριλίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για το καθεστώς της Αμμοχώστου προβλέπει ότι η περίκλειστη και αποκλεισμένη πόλη, η οποία βρίσκεται στα Κατεχόμενα, μπορεί να κατοικηθεί μόνο από τους «πραγματικούς κατοίκους της».
Το Σάββατο, ο αντιπρόεδρος της Τουρκίας, Φουάτ Οκτάι, ο οποίος βρέθηκε στα Κατεχόμενα, υποστήριξε ότι τα Βαρώσια (σ.σ. Αμμόχωστος) αποτελούν έδαφος του Ψευδοκράτους και πρέπει επιτέλους να ανοίξουν.
«Και η υπομονή και η αναζήτηση λύσης και η καλή πρόθεση έχουν τα όριά τους. Τίποτε δεν είναι χωρίς τέλος» φέρεται να δήλωσε, κατά τη διάρκεια συνέντευξης που παραχώρησε.
«Εδώ δεν χάνουν μόνο οι Τουρκοκύπριοι, χάνουν και οι Ελληνοκύπριοι. Γιατί είμαστε εδώ; Για να κερδίσουν επιτέλους και οι άνθρωποι. Για να μην είναι μια πόλη φάντασμα, αλλά ένας χώρος έλξης, όπου θα μπορούν πλέον οι άνθρωποι να γλεντούν και να περπατούν. Είμαστε σε μια ιστορική μέρα, μια ιστορική συνάντηση σε μια καταπληκτική περιοχή» συνέχισε, στο ίδιο πλαίσιο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Αμμόχωστος παραμένει αποκλεισμένη και περίκλειστη, όπως ακριβώς ορίζουν οι αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών. Ωστόσο, η Τουρκία έχει επανειλημμένως εκφράσει την πρόθεση «ανοίγματος» – κυρίως, για τουριστικούς σκοπούς – της πόλης.
Το ζήτημα, μάλιστα, είχε ανακινηθεί και τον περασμένο Οκτώβριο, με αποτέλεσμα την έντονη αντίδραση της Λευκωσίας αλλά και την επαναβεβαίωση των σχετικών αποφάσεων από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.