«Μαύρη» επέτειος η σημερινή ημέρα καθώς το Σάββατο κλείνουν 50 χρόνια όταν οι δυνάμεις του τουρκικού «Αττίλα» εισέβαλαν στην Κύπρο την διχοτόμησαν και έκτοτε παραμένουν εκεί.
Η απορία όλων είναι γιατί η Ελλάδα δεν χρησιμοποίησε τα υπερσύγχρονα οπλικά της συστήματα που είχε τότε στη διάθεσή της δηλαδή τα υποβρύχια T-209/1200 και τα μαχητικά F-4E Phantom με τα οποία θα μπορούσε να ακυρωθεί εν τη γενέσει της η τουρκική εισβολή.
Και τα ερωτήματα είναι πολλά:
Γιατί, δεν πέταξαν τα Phantom στην Κύπρο;
Γιατί ανεκλήθησαν τα δύο υποβρύχια, που και αυτά κατευθύνονταν προς τα εκεί;
Γιατί δεν άφησαν να πάει στην Κύπρο το επιβατικό-οχηματαγωγό «Φαιστός» με 500 εθελοντές Κύπριους φοιτητές από την Αθήνα και το έστειλαν τελικά στην Ρόδο;
Γιατί αποφασίστηκε δύο φορές να στείλουμε στην Κύπρο όχι τα υπερσύγχρονα F-4E, αλλά τα παρωχημένης τεχνολογίας F-84F, και αμφότερες οι σχετικές διαταγές ανακλήθηκαν με τους πιλότους μέσα στα κόκπιτ;
Γιατί αποφάσισαν να στείλουν ενισχύσεις στην Κύπρο μια Μοίρα Καταδρομών από τη Βόρειο Ελλάδα και με αεροσκάφη Boeing της Ολυμπιακής Αεροπορίας και όχι κατευθείαν την Α’ Μοίρα Καταδρομών, που έδρευε στην Κρήτη, ακριβώς γι’ αυτό το σκοπό;
Να σπεύσει δηλαδή, οψέποτε χρειαζόταν για ενίσχυση στην Κύπρο. Γιατί όταν επιτέλους το αποφάσισαν, έστειλαν μεν τη σωστή Μοίρα, αλλά με λάθος αεροσκάφη και με τα γνωστά αποτελέσματα;
Το υποβρύχιο του ΠΝ ‘‘Γλαύκος’’, αν και στις 20 Ιουλίου 1974 βρισκόταν ανοιχτά της Κερύνειας, πήρε εντολή να επιστρέψει στη Ρόδο.
«Όλα τα σήματα εκείνων των έξι ωρών βρίσκονται στο ημερολόγιο πλοίου, το οποίο βρίσκεται στο φάκελο της Κύπρου», είχε αναφέρει στον ΠΟΛΙΤΗ 107.6 ο Χαράλαμπος Γιακουβάκης, απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, ο οποίος τις πρώτες ημέρες της τουρκικής εισβολής ήταν τηλεγραφητής στην επιστασία ασυρμάτου στο υποβρύχιο του ΠΝ ‘‘Γλαύκος’’, το οποίο αν και στις 20 Ιουλίου 1974 βρισκόταν ανοιχτά της Κερύνειας, πήρε εντολή να επιστρέψει στη Ρόδο.
Ήταν ο άνθρωπος που λάμβανε τα σήματα από το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού εκείνη τη μέρα.
Τα υπερσύγχρονα για την εποχή υποβρύχια ΓΛΑΥΚΟΣ (S110) και ΝΗΡΕΥΣ (S111) διατάχθηκαν να πλεύσουν προς τη Κύπρο, προτού ανακληθούν δύο φορές.
«Από τις 13-14 τορπίλες του υποβρυχίου, το 50% να είχε ευστοχία θα επέφερε βαρύ πλήγμα στο τουρκικό Ναυτικό», δήλωσε ο Χαράλαμπος Γιακουμάκης.
Το βράδυ της παραμονής της εισβολής του έδωσε εντολή ο κυβερνήτης του υποβρυχίου να βγει στη γέφυρα και να σβήσει τα νούμερα ‘‘S110’’, για να μη φαινόταν ότι είναι ελληνικό.
Ο απόστρατος αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού Χαράλαμπος Γιακουμάκης διηγείται τα όσα έζησε στην εκπομπή «Στα μισά της μέρας» του Πολίτη 107,6. Ακούστε τον:
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι όταν ο κυβερνήτης του υποβρυχίου «Γλαύκος» όταν πήρε εντολές να επιστρέψει στη Ρόδο, καθυστέρησε έξι ολόκληρες ώρες να ανταποκριθεί.
Προφανώς ο κυβερνήτης του υποβρυχίου δίσταζε να εκτελέσει τις εντολές διότι γνώριζε πως κάθε στιγμή που περνούσε ήταν κρίσιμη για την Κύπρο.
Γνώριζε επίσης ότι στην Κύπρο βρισκόταν το ελληνικό αρματαγωγό «Λέσβος», που μετέφερε πολεμοφόδια και στρατιώτες της ΕΛΔΥΚ. Κυβερνήτης του «Λέσβος» ήταν ο πλωτάρχης Ελευθέριος Χανδρινός, που είχε παντρευτεί την αδελφή του Βασίλη Γαβριήλ κυβερνήτη του «Γλαύκου».
Ο Χανδρινός είχε παρακούσει τις διαταγές του Αρχηγείου Ναυτικού και είχε βομβαρδίσει με τα πυροβόλα του πλοίου τουρκικές θέσεις στην Πάφο, δίνοντας τη λανθασμένη εντύπωση στους Τούρκους ότι η Ελλάδα απέστειλε αποβατικό στόλο.
Την ώρα που ο κυβερνήτης του υποβρυχίου «Γλαύκος» σκεφτόταν αν θα χτυπήσει, ο τουρκικός στόλος και η Αεροπορία κυνηγούσαν τον Ελ. Χανδρινό και το αρματαγωγό «Λέσβος», το οποίο κατάφερε να διαφύγει μπαίνοντας σε σχηματισμό του 6ου Αμερικανικού Στόλου που έπλεε νοτίως της Κύπρου.
Τελικώς τα υποβρύχια «Γλαύκος» και «Νηρεύς» επέστρεψαν στη Ρόδο χωρίς να εμπλακούν σε επιχειρήσεις στην Κύπρο.
Όταν έφτασαν στη Ρόδο οι κυβερνήτες Βασίλης Γαβριήλ και Ιωάννης Παναγιωτόπουλος έλαβαν το σήμα ΑΝ4724 (22 Ιουλίου στις 7.30 το απόγευμα) με το οποίο το Αρχηγείο Ναυτικού τούς διέτασσε να πλεύσουν και πάλι προς την Κύπρο.
Οι διαταγές ήταν να βρίσκονται σε πολεμική ετοιμότητα αλλά να μην επιτεθούν εναντίον των Τούρκων αν δεν λάβουν οδηγίες. Δεν θα χρειάζονταν, όμως, οδηγίες αν δέχονταν επίθεση στην οποία θα έπρεπε να απαντήσουν.
Στην άκρως απόρρητη έκθεσή του ο πλωτάρχης Γαβριήλ σημειώνει ότι και πάλι είχε σχέδιο για επίθεση. Κι αυτό, όμως, το σχέδιο ακυρώθηκε αφού όταν το υποβρύχιο βρέθηκε στα 45 ναυτικά μίλια από την Κύπρο, στις 23 Ιουλίου στις 7 το απόγευμα, διατάχθηκε να επιστρέψει και πάλι στη Ρόδο.
Πάλι καθυστέρησε έξι ώρες να απαντήσει στο σήμα μέχρι να μάθει ότι είχε συμφωνηθεί εκεχειρία κι έτσι επέστρεψε στα ελληνικά χωρικά ύδατα, καθώς υπήρχαν φήμες για συγκέντρωση τουρκικών δυνάμεων στα παράλια της Μικράς Ασίας
Τι έπραξε όμως και η Πολεμική Αεροπορία;
Ήταν 20 Ιουλίου 1974 όταν η Τουρκία εισβάλει και οι Ελληνοκύπριοι περιμένουν ενισχύσεις από την Ελλάδα.
Καστέλι 133 Σ.Μ. 22 Ιουλίου 1974. Τα αεροσκάφη F-84F Thunderstreak της Πολεμικής Αεροπορίας που έχουν μετασταθμεύσει από την 115 Πτέρυγα Μάχης των Χανίων, έχουν ως αποστολή να προσβάλουν την τουρκική αποβατική δύναμη στην Κυρήνεια. Στους Έλληνες χειριστές δίνεται δύο φορές η διαταγή να απογειωθούν, όμως και τις δύο φορές η αποστολή ακυρώνεται την τελευταία στιγμή.
Η μοναδική δράση της ΠΑ κατά τη διάρκεια των δραματικών γεγονότων της Κύπρου τον Ιούλιο του 1974 είχε να κάνει με την αποστολή των Noratlas στην Κύπρο και τη μεταφορά Ελλήνων καταδρομέων ως ενίσχυση των εκεί μαχόμενων τμημάτων της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ.
Τα F-4E Phantom της ΠΑ δεν πήγαν ποτέ, τα υποβρύχια T-209/1200 δεν συμμετείχαν ενώ δεν επιχειρήθηκαν αποβατικές ενέργειες αντιπερισπασμού στα “γυμνά” μικρασιατικά παράλια.
Και ούτε κατ’ ιδέαν η νέα κυβέρνηση τόλμησε να σκεφθεί ζεύξη του Εβρου και προέλαση στην πεδιάδα της Ανατολικής Θράκης.
Να σημειώσουμε ότι λόγω της εισβολής οι παραδόσεις πολεμικού υλικού από τις ΗΠΑ στην Τουρκία έπαυσαν επί μία τριετία φέρνοντας σε κατάσταση αποσύνθεσης τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις. Ούτε αυτό αξιοποιήθηκε από την Αθήνα…
Το ερώτημα παραμένει λοιπόν: Γιατί εν τέλει χάσαμε στην Κύπρο κυριολεκτικά από μόνοι μας;