Σήμερα συμπληρώνονται πενήντα χρόνια μετά την αποφράδα 20η Ιουλίου του 1974, όπου σημειώθηκε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Παρακάτω ακολουθούν μαρτυρίες έξι Κυπρίων για την εισβολή και το πως βίωσαν τα τραγικά γεγονότα, στην επαρχία όπου διέμεναν.
Εκείνο το ξημέρωμα καλοκαιριού, ο ήλιος ανέτειλε σκοτεινός στην Κύπρο. Ο άλλοτε καταγάλανος ουρανός μαύρισε από νωρίς και τα πουλιά δεν άνοιξαν τις φτερούγες τους.
Η Κύπρος έπεφτε στα χέρια των εισβολέων, που πάτησαν με τις μπότες τους πρώτα στις δαντελωτές ακτές της Κερύνειας…
Χριστόφορος Τσαγγάρης, από το Πελέντρι
Ο Χριστόφορος Τσαγγάρης ήταν 42 ετών το 1974. Οδηγός λεωφορείου τότε, η επέλαση του Αττίλα τον βρήκε να εκτελεί το δρομολόγιο Πελέντρι-Λεμεσός. Επέστρεψε εσπευσμένα στο χωριό του με το άκουσμα της φοβερής είδησης.
Από τις πρώτες ώρες της εισβολής, άρχισαν να καταφτάνουν οι πρώτοι πρόσφυγες στο Πελέντρι. Συγγενείς κατοίκων του χωριού, που αναζήτησαν ασφαλές καταφύγιο στην οροσειρά του Τροόδους. Τότε το χωριό έγινε μια «γροθιά» για να φιλοξενήσει τους εκτοπισμένους, να τους στηρίξει, να τους παράσχει κάθε δυνατή βοήθεια, ακόμη και οικονομική.
Από το μυαλό του, δεν φεύγουν όμως ούτε οι μαύρες μνήμες του πραξικοπήματος. Στις 15 Ιουλίου 1974 οδήγησε όπως κάθε μέρα το λεωφορείο του μέχρι τη Λεμεσό, όπου αντίκρισε στους δρόμους στρατιωτικά οχήματα και ανθρώπους με πυροβόλα όπλα.
Λουκία Σωτηρίου, από την Αμμόχωστο
«Την πουλήσαν την Αμμόχωστο…» Με αυτή τη φράση άνοιξε το συρτάρι των σπαρακτικών αναμνήσεων από την αποφράδα εκείνη ημέρα η Λουκία Σωτηρίου, 85 ετών πρόσφυγας από την Αμμόχωστο. Την πόλη όπου ετοίμαζε το σπιτικό της για να ζήσει με τον σύζυγο της, τον οποίο παντρεύτηκε λίγους μήνες πριν τον μαύρο Ιούλιο.
Πενήντα χρόνια ζει με την ελπίδα της επιστροφής στο συνοικισμό Πλατύ Αγλαντζιάς. Πενήντα χρόνια θυμάται τους συμπολίτες της να μην πιστεύουν ότι θα άφηναν τις ψυχές τους μια για πάντα στους δρόμους και τα στενά της Αμμοχώστου.
Περιγράφει την διάχυτη ανησυχία του κόσμου με το άκουσμα των πρώτων βομβαρδισμών, αλλά και τις μάταιες προσπάθειες των ψυχραιμότερων να καθυσηχάσουν τους υπόλοιπους.
Η φρίκη του πολέμου καθυστέρησε να περάσει το κατώφλι της Βασιλεύουσας. Άργησε μέχρι το απόγευμα της 14ης Αυγούστου του 1974, όταν η ίδια, ο σύζυγος της μαζί με τα δύο ανήψια τους πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς.
Ο ένας από τα ανήψια, 13 χρονών τότε της είπε: «Θεία φόρτωσε το αυτοκίνητο και δεν θα ξανά έρθουμε πίσω».
Οδήγησαν μέχρι την Μια Μηλιά, όπου άφησε τα παιδιά και επέστρεψε στην Αμμόχωστο.
Η καρδιά της δεν άντεχε να μην ψάξει για τους γονείς της. Έπεισε τον σύζυγο της να πάνε μέχρι τη Δερύνεια, όπου έμειναν για τρείς ημέρες κάτω από μια συστάδα δέντρων.
Από εκεί στο σχολείο του Φρενάρους και έπειτα στη Δεκέλεια. Ύστερα στη Λευκωσία, φιλοξενούμενοι σε φιλικό σπίτι κι αργότερα στο Δάλι, με στέγη ένα εγκαταλελειμμένο υποστατικό.
Και η περιπλάνηση τελειώνει στο μικρό προσφυγικό διαμέρισμα της Αγλαντζιάς.
Άννα Ευαγόρου, από τη Λευκωσία
Από το παράθυρο του σπιτιού της στα σύνορα μεταξύ Αγλαντζιάς και Παλουριώτισσας, θυμάται να βλέπει τους αλεξιπτωτιστές να πέφτουν στην κυπριακή γη από τα αεροπλάνα του Αττίλα.
Η 87χρονη Άννα Ευαγόρου περιγράφει πως με το άκουσμα των σειρήνων, επιβιβάστηκαν στο όχημα τους με τον σύζυγο της και κίνησαν για το χωριό του στη Λεμεσό.
Οι δρόμοι ασφυκτικά γεμάτοι από αυτοκίνητα και πεζούς, ο κόσμος ανήσυχος, τρομαγμένος και φοβισμένος. Ο δρόμος της φάνηκε ατέλειωτος μέχρι να νιώσει ασφάλεια ο προορισμός μακρινός, μέχρι να αισθανθεί τη σιγουριά.
Μαζί με τον σύζυγο της, έμειναν για μέρες στο χωριό κι όταν η κατάσταση εξομαλύνθηκε, επέστρεψαν στο σπίτι τους στη Λευκωσία.
Στέλιος Νικοτσαράς, από την Πάφο
Τα θλιβερά νέα έφταναν καθημερινά στη Δρούσεια της Πάφου, πως στην άλλη μεριά του νησιού γινόταν πόλεμος… Ο Στέλιος Νικοτσαράς 83 ετών όμως, συνέχιζε κανονικά τις δουλείες του και θυμάται πως «εν εφοηθήκαμεν εμείς, ήταν μακριά ο πόλεμος.»
Το ραδιόφωνο που μετέδιδε συνεχώς τις εξελίξεις έγινε η καθημερινή συνήθεια όταν γύριζε από το χωράφι.
Μέχρι την μέρα που ένα τουρκικό αεροπλάνο πέρασε πάνω από το χωριό. Όπως μαρτυρά, ο πιλότος είδε από μακριά ένα κοπάδι πρόβατα, τα πέρασε για ανθρώπους και έριξε μια βόμβα, που εξερράγη «θερίζοντας» τα ζώα.
Ήταν τότε που οι πρώτοι πρόσφυγες άρχισαν να φτάνουν στο χωριό και να βρίσκουν καταφύγιο στο Δημοτικό Σχολείο.
Δέσποινα Νικολάου, από τη Λάρνακα
«Εν είχαμεν πόλεμον εμείς». Έτσι άρχισε να ιστορεί τα γεγονότα του 1974 η 82χρονη σήμερα Δέσποινα Νικολάου με καταγωγή από την Αραδίππου.
Κι αν οι ορδές του Αττίλα δεν πέρασαν από τα χώματα της γενέτειρας της, τα καραβάνια των προσφύγων άρχισαν να συρρέουν ασταμάτητα από τις πρώτες ώρες της εισβολής. Άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, παιδιά πεινασμένα, ρακένδυτοι ηλικιωμένοι.
Στο χωριό σήμανε συναγερμός: κανένας να μην αφήσει κλειστές τις πόρτες του. Όλοι οι κάτοικοι άνοιξαν τα σπίτια τους και τις αγκαλιές τους για να χωρέσουν το δράμα και τον πόνο της προσφυγιάς. Το τυροκομείο που λειτουργούσε στην κοινότητα μετατράπηκε σε χώρο συνάντησης των στρατιωτών, που ήξεραν ότι θα έβρισκαν φρέσκο χαλούμι και ζεστό ψωμί για να ξεγελάσουν την πείνα τους.
Το σπίτι της; Τρία ολόκληρα χρόνια έγινε φωλιά για μια οικογένεια προσφύγων, με την οποία δέθηκε με αδελφικούς δεσμούς.
Ιωάννης Γαλακτίου, από την Κερύνεια
Οδός Κωνσταντινουπόλεως, δίπλα στο γραφικό λιμανάκι της Κερύνειας. Εκεί ζούσε μέχρι τις 20 Ιουλίου του 1974 ο Ιωάννης Γαλακτίου. Από το προσφυγικό του σπίτι στο Τσέρι, περιγράφει τις πρώτες δραματικές στιγμές της τουρκικής εισβολής.
Ο ίδιος έβαλε το καλό του πουκάμισο που του είχε ράψει η μητέρα του κι ετοιμαζόταν να τη συναντήσει στο Αββαείο του Μπέλαπαϊς, όπου είχε πάει βόλτα από νωρίς το πρωί.
Οι φωνές της θείας του όμως, άλλαξαν άρδην τα σχέδια του. Τον ενημέρωνε πως έγινε απόβαση των Τούρκων στο Πέντε Μίλι και πως έπρεπε να εγκαταλείψουν άμεσα την πόλη. Ο προορισμός ένας: να σμίξουν με την μητέρα του.
Όταν έφτασαν στο Αββαείο διαπίστωσαν ότι εκεί είχαν βρει καταφύγιο πολλές οικογένειες. Η αγωνία χτυπούσε «κόκκινο» και για έναν ακόμη λόγο. Τι απέγινε ο αδελφός του ο Δημητράκης που ενημερώθηκαν πως είχε πάει για να πολεμήσει.
Που βρισκόταν; Ποια ήταν η τύχη του; Την επόμενη ημερα κίνησαν πεζοί για την Κυθρέα. Δέκα και πλέον ώρες στα κακοτράχαλα μονοπάτια του Πενταδακτύλου, χωρίς νερό και φαγητό. Θυμάται να σκύβουν σε μια λίμνη για να πιουν και να πάρουν μια ανάσα.
Στη διαδρομή συνάντησαν έναν Έλληνα αξιωματικό της Εθνικής Φρουράς, που τους επιβίβασε σε στρατιωτικό όχημα και τους μετέφερε στην Κυθρέα. Εκεί η οικογένεια του φιλοξενήθηκε στο σπίτι κάποιου Κώστα, χωρίς να θυμάται άλλες λεπτομέρειες. Μετά μέρες, νέα διαδρομή μέχρι την Κοράκου και από εκεί στο Βασιλικό…
Τα ερωτήματα παρέμειναν αμείλικτα για τον Δημητράκη, η αγωνία βασανιστική… Τριάντα ένα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, ένα ετεροχρονισμένο πένθος, ένας τραγικός επίλογος. Τα οστά του εντοπίστηκαν σε ομαδικό τάφο στο τουρκοκυπριακό χωριό Καφαζάνι.
Η μητέρα του ξεψύχησε το 2001, με το όνομα του Δημητράκη στο στόμα…