Σε πρωτόγονα εγκεφαλικά αντανακλαστικά ίσως οφείλεται η «μεταδοτικότητα» του χασμουρητού, υποστηρίζουν Βρετανοί ερευνητές σε άρθρο που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Current Biology.
Ως γνωστόν, τείνουμε να χασμουριόμαστε όταν βλέπουμε άλλους να κάνουν το ίδιο. Το ίδιο κάνουν οι χιμπατζήδες και οι σκύλοι. Ο επιστημονικός όρος γι’ αυτή τη συμπεριφορά των μεταδοτικών κινήσεων είναι «ηχοφαινόμενα», δηλαδή η αυτόματη μίμηση λέξεων (ηχώλια) ή ενεργειών (ηχοπρακτική).
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Νότινγχαμ θέλησαν να ανακαλύψουν τις ρίζες αυτού του ηχοφαινομένου, μελετώντας 36 ενήλικες καθώς παρακολουθούσαν βίντεο με ανθρώπους να χασμουριούνται. Οι εθελοντές είχαν λάβει οδηγία από τους ειδικούς είτε να σταματήσουν να χασμουριούνται, είτε να το αφήνουν να συμβεί.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι ήταν δύσκολο να αντισταθεί κανείς στο χασμουρητό όταν έβλεπε κάποιον να κάνει το ίδιο, και η ακατάσχετη επιθυμία για χασμουρητό γινόταν εντονότερη όταν απαγορευόταν να το κάνει. Επίσης, παρατήρησαν ότι τα άτομα διέφεραν ως προς την ροπή τους στο χασμουρητό.
«Τα ευρήματα αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά στην περαιτέρω κατανόηση της σχέσης μεταξύ κινητικής διέγερσης και της εμφάνισης των ηχοφαινομένου σε μια ευρεία κλίμακα κλινικών παθήσεων, όπως η επιληψία, η άνοια, ο αυτισμός και το σύνδρομο Tourette», εξηγεί ο επικεφαλής ερευνητής Στέφεν Τζακσον, καθηγητής Γνωσιακής Νευροεπιστήμης στο βρετανικό πανεπιστήμιο.
Οι ερευνητές προσπάθησαν να χειραγωγήσουν το «κολλητικό» χασμουρητό μέσω ενός είδους ηλεκτρική διέγερσης.
«Η μελέτη δείχνει ότι η ακατάσχετη επιθυμία εντείνεται όταν προσπαθήσεις να την εμποδίσεις. Με ηλεκτρική διέγερση, καταφέραμε να αυξήσουμε τη διέγερση και άρα να αυξήσουμε την ροπή στο μεταδοτικό χασμουρητό. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο πρωτεύον κινητικός φλοιός του εγκεφάλου παίζει ρόλο στο κολλητικό χασμουρητό», συμπληρώνει η Τζορτζίνα Τζακσον, καθηγήτρια Γνωσιακής Νευροφυσιολογίας.
«Στο σύνδρομο Tourette, αν μπορούσαμε να μειώσουμε τη διέγερση ενδεχομένως να μπορούσαμε να μειώσουμε τα τικς και οι ερευνητικές μας προσπάθειες εστιάζουν σ’ αυτό», αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση του Πανεπιστημίου του Νοτινγχαμ.