“Δεν θα σου πω την αλήθεια για το πόσες μέρες έκανα να φάω… Δεν θα σου πω πόσες μέρες κοιμήθηκα σε παγκάκια…”
Ο σπουδαίος ερμηνευτής Κώστας Χατζής μιλάει στο Λοιπόν και τη Ρενέ Σαραντινού και αφοπλίζει με την ευθύτητα και την ειλικρίνειά του. Ο Κώστας Χατζής αποκαλύπτει ότι δικάστηκε σε ηλικία 17 χρονών, κάτι που τον έκανε να θέλει να αυτοκτονήσει.
Ερ: Έχετε πολιτική σκέψη, αλλά και λόγο. Γιατί δεν αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την πολιτική;
Βρείτε μου έναν πολιτικό που δεν είναι προδότης. Δικάστηκα 17 χρονών και προδόθηκα μέσα από το ίδιο το σύστημα. Ήθελα να φύγω από τη ζωή…
EΡ: Θελήσατε να αυτοκτονήσετε;
Ναι, ήθελα να αυτοκτονήσω, αλλά αγαπούσα πολύ τον πατέρα και τη μάνα μου. Είχα δύο αδελφές που έπρεπε να παντρευτούν να έχουν προίκα. Πώς θα τις παντρεύαμε, με τις… ψείρες; Κοίταζα να κάνω κάτι, αλλά τι; Τότε για να πάω στα αφοδευτήρια του δήμου υπάλληλος, έπρεπε να είχα ένα χαρτί κοινωνικών φρονημάτων… ούτε να σπουδάσω μπορούσα, ούτε να βγω έξω… πουθενά. Τι θα γινόταν; Πέρασα δύσκολα, έχω πεινάσει πάρα πολύ… Το τραγούδι «Η συνείδηση», το έκανα για τη δική μου συνείδηση. Να αναφέρομαι στα ανθρώπινα δικαιώματα, στα καθήκοντα, να καταγγέλλω την πολιτεία με σεβασμό, αυτό το κάνω 64 χρόνια.
ΕΡ: Μιλήστε μου γι’ αυτή την περίοδο της ζωής σας.
Πείνασα, έτρωγα σήμερα και μετά από τρεις μέρες… μετά από 5 μέρες… δεν θα σου πω την αλήθεια για το πόσες μέρες έκανα να φάω… είχα διαβάσει κάποια πράγματα που με βοηθούσαν… δεν θα σου πω πόσες μέρες κοιμήθηκα σε παγκάκια… «νοίκιασα» απέναντι από το παλάτι, στο Βασιλικό Κήπο, ένα παγκάκι, πήδαγα μέσα και πήγαινα εκεί και κοιμόμουν. Είχα διαβάσει πως όταν ο Γκάντι έκανε την απεργία πείνας, του πήγαιναν κάθε πρωί ένα ποτήρι χυμό πορτοκάλι. Πήγαινα στην Πλατεία Θεάτρου, όπου στεγάζονταν τα μανάβικα και είναι επικλινές το έδαφος, εκεί μπορεί να έφευγε από τον πάγκο του μανάβη ένα πορτοκάλι ή κανένα μήλο, έτσι πήγαινα κι έβρισκα ένα πορτοκάλι ή μήλο, το έπλενα και το έτρωγα με τη φλούδα μαζί. Έτρωγα αυτό και με κράταγε… μιλάμε για φοβερή πείνα… Αγωνίστηκα πολύ και με το τραγούδι. Παρουσιαζόμουν και τραγούδαγα πότε σαν Βραζιλιάνος, πότε σαν Σπανιόλος, για την επιβίωση.