O Κριστιάν Ντιορ γεννήθηκε στη Νορμανδία, αλλά όταν ήταν 5 ετών μετακόμισε με την οικογένεια του στο Παρίσι.
Από πολύ μικρός ήθελε να ασχοληθεί με την τέχνη, αλλά οι γονείς του είχαν διαφορετικά σχέδια. Η επιθυμία τους ήταν να γίνει διπλωμάτης. Ο νεαρός Κριστιάν δεν έφερε αντίρρηση. Ξεκίνησε να σπουδάζει στη σχολή Πολιτικών Επιστημών στη Γαλλία, αλλά το 1928 τα παράτησε.
Ζήτησε χρηματική βοήθεια από τον πατέρα του και άνοιξε μια μικρή γκαλερί, όπου εκείνος και ο κολλητός του φίλος πουλούσαν πίνακες ζωγραφικής του Πάμπλο Πικάσο. Το 1931, η μητέρα του Ντιορ πέθανε, ο αδερφός του χρεοκόπησε και τα οικονομικά της οικογένειας πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο.
Ο Ντιορ, μην έχοντας που να στηριχθεί πλέον, αναγκάστηκε να κλείσει τη γκαλερί.
Τα επόμενα χρόνια, ασχολήθηκε με το σχεδιασμό ρούχων. Ύστερα από την προτροπή του φίλου του Ζαν Οζέν, άρχισε να πουλάει τα σχέδια του σε διάφορους οίκους μόδας. Τότε ήταν που ξεκίνησε και η καριέρα του ως σχεδιαστής. Πολλά από τα σχέδια του δημοσιεύτηκαν και στη γνωστή εφημερίδα «Le Figaro». Από το 1937, ο Ντιορ άρχισε να εργάζεται στον οίκο μόδας του Ρομπέρτ Πικέ και του δόθηκε η ευκαιρία να σχεδιάσει 3 κολεξιόν. «Ο Πικέ μου έμαθε τις αρετές της κομψότητας και της απλότητας», έλεγε αργότερα ο σχεδιαστής μόδας.
Ένα από τα δημιουργήματα του Ντιορ ήταν και το περίφημο φόρεμα «Café Anglais», το οποίο το κοινό δέχθηκε πολύ θερμά. Ο Ντιορ όμως αποχώρησε από το πλευρό του Πικέ, αφού έπρεπε να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Σχεδίαζε ρούχα για τους Ναζί στον Β’ΠΠ Όταν επέστρεψε το 1942, ο Ντιορ προσλήφθηκε από το Λουσιέν Λελόνγκ. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατάφερε με τα ρούχα του να διατηρήσει την εταιρεία ακμαία, για οικονομικούς λόγους.
Έραβε ρούχα για τις συζύγους των Ναζί και τους δωσίλογους Γάλλους, αν και δεν ήταν οπαδός τους. Απλώς εκείνοι ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να διαθέσουν χρήματα για την γκαρνταρόμπα τους εκείνη την εποχή. Το ίδιο ακριβώς έκαναν κι άλλοι οίκοι μόδας, όπως της Νίνα Ρίτσι και του Ζαν Πατού. Η ίδρυση του οίκου μόδας «Ντιορ» και το «νέο λουκ» Το 1946 ο Μαρσέλ Μπουσάκ, ο πλουσιότερος άνδρας στη Γαλλία τότε, παρότρυνε το Ντιορ να σχεδιάσει ρούχα για τον οίκο «Phillip et Gaston».
Εκείνος αρνήθηκε, διότι όπως υποστήριζε, «είχε έρθει η ώρα να ιδρύσει το δικό του οίκο και όχι να αναλάβει κάποιον παλιό». Έτσι κι έγινε. Το Δεκέμβριο του 1946, ο Ντιορ ίδρυσε τον οίκο μόδας «Ντιορ». Η πρώτη σειρά ενδυμάτων που κυκλοφόρησε το 1947, έφερε την ονομασία «Corolle», από τη λέξη «corolla», που σήμαινε λουλούδι στην αγγλική γλώσσα. Η κολεξιόν περιλάμβανε 90 δημιουργίες, ενώ παρουσιάστηκαν και στο κοινό οι φαρδιές μακριές φούστες με τη στενή μέση. Η επίδειξη προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση και χαρακτηρίστηκε από την Κάρμεν Σνόου «new look», νέα εικόνα.
Οι διαμαρτυρίες
Αρχικά πολλές γυναίκες διαμαρτυρήθηκαν, επειδή τα περισσότερα από τα ενδύματα κάλυπταν τα πόδια τους. Παράλληλα υπήρξαν και αντιδράσεις σχετικά με την ποσότητα των υφασμάτων που χρησιμοποιούσε ο Ντιορ για ένα και μόνο φόρεμα ή φούστα. Κατά τη διάρκεια μιας φωτογράφησης στο Παρίσι, γυναίκες προμηθευτές επιτέθηκαν στα μοντέλα, με πρόφαση τη σπατάλη που γινόταν.
Το θέμα δεν πήρε ωστόσο μεγάλες διαστάσεις και αποσιωπήθηκε. Το «νέο λουκ» τελικά επικράτησε και αποκατέστησε το Παρίσι, ως το κέντρο της μόδας και της υψηλής ραπτικής μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το πέπλο μυστηρίου γύρω από τα θάνατό του
Πολλά έχουν ειπωθεί για το θάνατο του Ντιορ σε ηλικία 52 ετών στις 24 Οκτωβρίου 1957. Ορισμένοι υποστήριξαν ότι πέθανε από καρδιακή προσβολή, ενώ ψάρευε. Το περιοδικό ΤΙΜΕ έγραψε ότι πέθανε από καρδιακό επεισόδιο την ώρα που έπαιζε χαρτιά. Ένας φίλος του στον επικήδειο λόγο του ανέφερε, ότι έπαθε ανακοπή, λόγω του επίπονου συναπαντήματος που είχε με πρώην ερωτική ή ερωτικό σύντροφο. Μέχρι και σήμερα, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πέθανε ο Κριστιάν Ντιορ έχουν κρατηθεί μυστικές.