Μία από τις πιο αγαπητές παρασκευές των τελευταίων ετών, που φαίνεται να έχει ολοένα και περισσότερους θαυμαστές είναι το καρπάτσιο.
Με τον καιρό, το όνομα αυτό αποδόθηκε σε παρασκευές με κύριο υλικό το ψάρι ή όποιο άλλο ωμό κρέας, αρκεί να παρέμενε η ίδια κοπή. Πολύ λεπτές φέτες.
Ο τρόπος
Για το σωστό καρπάτσιο, επιλέγουμε είτε μοσχαρίσιο φιλέτο είτε κάποιο κομμάτι χωρίς πέτσα και συνδετικούς ιστούς. Απλά, το κάθε κομμάτι θα πρέπει να είναι άπαχο και πολύ προσεκτικά καθαρισμένο. Για τη γεύση, οι επιλογές είναι πολλές. Ε.π. ελαιόλαδο, λεμόνι, αλάτι και πιπέρι, μαγιονέζες και μουστάρδες. Στο γαρνίρισμα και πάλι έχουμε στη διάθεσή μας μεγάλη γκάμα, αφού ταιριάζουν όλες οι πρασινάδες, οι φύτρες αλλά και τα φλέικς παρμεζάνας.
Κατά την ιταλική παράδοση
Λέγεται ότι το καρπάτσιο φτιάχτηκε για πρώτη φορά το 1950, από τον Giuseppe Cipriani, τον ιδρυτή του θρυλικού Harry’s Bar στη Βενετία. Ένας γιατρός είχε δώσει οδηγίες στην κοντέσα της Βενετίας και θαμώνα του Harry’s Bar, Amalia Nani Mocenigo, να ακολουθεί μια διατροφή που περιείχε αυστηρά ωμά κρέατα. Ο Cipriani, θέλοντας να δώσει περισσότερη γεύση στη μονότονη διατροφή της πελάτισσάς του, της σέρβιρε πολύ λεπτές φέτες μοσχαρίσιου φιλέτου, με μια σάλτσα από μαγιονέζα, μουστάρδα και γούστερ σως. Εκείνες τις μέρες, το θέμα συζήτησης της πόλης, ήταν η έκθεση πινάκων ζωγραφικής του Καρπάτσιο, ενός ζωγράφου της σχολής της Βενετίας, μαθητή του ζωγράφου Μπελίνι. Τα χρώματα του πιάτου έτυχε να θυμίζουν τα χαρακτηριστικά κίτρινα και κόκκινα που κυριαρχούσαν στους καμβάδες του καλλιτέχνη, κι έτσι ο Cipriani έδωσε στο πιάτο του, στο δικό του έργο τέχνης, το όνομα του ζωγράφου.
Σήμερα, σερβίρεται σε κάθε εστιατόριο της Βενετίας και της Βόρειας Ιταλίας, είτε με διάφορες σάλτσες είτε με τη λιτή αλλά και πλούσια συνοδεία ενός καλού έ.π. ελαιολάδου.