Ένας από τους γνωστότερους σεφ όλου του κόσμου, ο Jason Atherton έχει δημιουργήσει το πιάτο αντιγραφής για τον τελικό του MasterChef και κατά μεγάλο ποσοστό θα κρίνει το νικητή του διαγωνισμού.
Ο διακεκριμένος σεφ θα συμβουλεύσει τους παίκτες, θα τους εμπνεύσει και θα επηρεάσει το τελικό αποτέλεσμα, αφού η ψήφος του θα κρίνει τον μεγάλο νικητή του φετινού κύκλου του ριάλιτι μαγειρικής.
Ο 49χρονος σεφ και restaurateur δεν είναι σε καμία περίπτωση κάποιος τυχαίος στον κόσμο της γεύσης, ενώ η ιστορία του είναι αρκετά ιδιαίτερη.
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια
Ο Jason Atherton γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1971 στο Worksop του Nottinghamshire, στην κεντρική Αγγλία και μεγάλωσε ουσιαστικά στο Σέφιλντ.
Τα παιδικά του χρόνια δεν ήταν ακριβώς εύκολα καθώς αναγκάστηκε να ζήσει σε ένα τροχόσπιτο, με την (υπάλληλο ξενοδοχείου) μητέρα του να τον πιέζει να βρει δουλειά από πολύ μικρός, ώστε να βοηθήσει στον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Ο ίδιος, στα 16 του χρόνια, αποφάσισε να παρατήσει την μέχρι τότε ζωή του και να φύγει για το Λονδίνο, με σκοπό να κυνηγήσει το όνειρό του.
Από τα 10 του χρόνια, παρακολουθώντας στο σχολείο το μάθημα της Οικιακής Οικονομίας, είχε αποφασίσει ότι ήθελε να γίνει σεφ.
Στο πλευρό του Γκόρντον Ράμσεϊ
Η εκπαίδευσή του ξεκίνησε στο Army Catering Corps, μία επιχείρηση που προμήθευε με φαγητό τον βρετανικό στρατό, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια κάποια από τα πιο φημισμένα λονδρέζικα εστιατόρια.
Η θητεία του περιλάμβανε περάσματα δίπλα σε θρύλους της γαστρονομίας όπως οι Pierre Koffmann, Nico Ladenis και Marco Pierre White.
Το ταλέντο του και η πολύ σκληρή δουλειά, η επιμονή στην λεπτομέρεια αλλά και μερικές πολύ φρέσκες ιδέες, τον έκαναν να ξεχωρίσει εξαρχής, για να βρεθεί, το 2001, στο Gordon Ramsay Group, ως executive chef στο Verre του Ντουμπάι.
Το 2005 επέστρεψε στο Λονδίνο για το άνοιγμα του περίφημου Maze και στη συνέχεια των ‘παραρτημάτων’ του. Χρειάστηκαν μόλις τρία χρόνια για να καταλάβει πού τον οδηγούσε η πορεία του.
Χτίζοντας μία αυτοκρατορία
Το 2010, ο Atherton αποφάσισε να φύγει από τον όμιλο του Ramsay για να χτίσει κάτι δικό του. Για την ακρίβεια, ήταν μόλις η αρχή μίας αυτοκρατορίας -της εταιρείας του, The Social Company- που σήμερα καταφέρνει να έχει κέρδη που ξεπερνούν τα 60 εκατ. στερλίνες ετησίως.
Το πρώτο του εστιατόριο άνοιξε τον Μάιο του 2010 στην Σανγκάη της Κίνας και ήταν το Table No. 1, για να ακολουθήσει σχεδόν ένα έτος αργότερα το υπέροχο Pollen Street Social στο Mayfair, που χρειάστηκε μόλις μερικούς μήνες από το άνοιγμά του ώστε να κερδίσει ένα αστέρι Michelin αλλά και να γίνει λατρεμένο λονδρέζικο spot.
Το εστιατόριο έχει καταταχθεί στον νούμερο έξι στα κορυφαία 50 εστιατόρια του Good Food Guide 2013 & 2014 και το νούμερο τρία στον οδηγό του 2016, ενώ έχει λάβει ποικίλες διακρίσεις και βραβεία.
Μέσα στην επόμενη πενταετία ακολούθησαν και τα υπόλοιπα εστιατόριά του σε Λονδίνο, Ντουμπάι, Νέα Υόρκη, Σεντ Μόριτζ και νοτιοανατολική Ασία (King’s Social House, Hiya, City Social, The Clocktower, Marina Social, Berners Tavern μεταξύ άλλων).
Η σχέση με τη Μύκονο
Πριν λίγο καιρό έκανε το ντεμπούτο του στο Νησί των Ανέμων, ανοίγοντας το Mykonos Social, στο ξενοδοχείο Santa Marina.
Εκτός από αυτά, έχει γράψει 4 βιβλία (Maze: The Cookbook, Gourmet Food for a Fiver, Social Suppers και Social Sweets) και έχει εμφανιστεί σε αρκετές τηλεοπτικές εκπομπές, τόσο στη βρετανική όσο και στην αμερικανική και αυστραλιανή τηλεόραση.
Παρά την τεράστια αποδοχή, επιτυχία και αναγνωρισιμότητα, ο ίδιος ο Τζέισον Άθερτον παραμένει προσγειωμένος και ταπεινός, δηλώνοντας πως πάνω από όλα είναι πρωτίστως σεφ και μετά επιχειρηματίας.