Μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων μετά το φαγητό τους έχουν τεράστια από ανάγκη για ένα γλυκό, όμως ελάχιστοι γνωρίζουν τον λόγο που τους γεννιέται η συγκεκριμένη επιθυμία.

Η αναζήτηση του γλυκού είναι κάτι κοινό στους ανθρώπους, καθώς έχει κατά κάποιο τρόπο περάσει στην ίδια μας τη βιολογία. Η αγάπη για τη γλυκιά γεύση είναι κάτι που στην πραγματικότητα ευνόησε πολύ το ανθρώπινο είδος στο ταξίδι της εξέλιξής του, αφού ανέκαθεν το προσανατόλιζε σε τρόφιμα τα οποία ήταν βρώσιμα και ασφαλή (αντίθετα με τα δηλητηριώδη τρόφιμα που συνήθως είναι πικρά) και θρεπτικά. Τρανό παράδειγμα είναι άλλωστε, τα φρούτα, πλούσια σε ενέργεια και απαραίτητα θρεπτικά συστατικά όπως οι βιταμίνες και τα αντιοξειδωτικά. Αυτή η στροφή της ανθρώπινης διατροφής στην επιλογή γλυκών τροφίμων είναι ακόμη πιο έντονη στη βρεφική και παιδική ηλικία.

Γλυκά, «comfort food» επιλογής

Όταν γευόμαστε κάτι γλυκό, τα σάκχαρα ανεβάζουν τα επίπεδα του αμινοξέος τρυπτοφάνη, που με τη σειρά του αυξάνει τη σύνθεση της σεροτονίνης (ο «νευροδιαβιβαστής της ευεξίας»). Με αυτό τον τρόπο, ενεργοποιείται το σύστημα του εγκεφάλου που προκαλεί το αίσθημα της ευχαρίστησης. Αξιοσημείωτο μάλιστα είναι πως το αλκοόλ και πολλά εθιστικά φάρμακα μοιράζονται πολλά από αυτά τα μονοπάτια που αφορούν στην αναζήτηση της γλυκιάς γεύσης, που αποτελεί τη φυσική επιβράβευση του οργανισμού.

Εκτός, όμως, από αυτή τη φυσική ροπή, για ποιο λόγο πολλοί από εμάς δηλώνουμε αιώνιοι γλυκατζήδες, ορκισμένοι λάτρεις της σοκολάτας, κ.ο.κ.; Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, οι διαφορές ανάμεσα στα άτομα όσον αφορά στην κατανάλωση των γλυκών οφείλονται εν μέρει και στο γενετικό προφίλ του εκάστοτε ατόμου. Ταυτόχρονα, πολλοί άνθρωποι καταφεύγουν στα γλυκά για συναισθηματικούς λόγους (οι λεγόμενοι emotional eaters). Σε καταστάσεις όπως κατάθλιψη, συμπτώματα προεμμηνορρυσιακού συνδρόμου, και στρες, τα γλυκά είναι τα «comfort food» επιλογής, καθώς είναι εύγεστα και ήπια εξαιτίας της περιεκτικότητάς τους σε λίπος και ζάχαρη.

Γλυκό μετά το φαγητό, από τι επηρεάζεται η επιθυμία αυτή;

Αυτό που οδηγεί πολλούς στο να λήγουν το κύριο γεύμα καταναλώνοντας επιδόρπιο (δηλαδή αυτό που ακολουθεί το δόρπον, που στην αρχαία ελληνική σήμαινε το δείπνο) είναι, πρωταρχικά, η δύναμη της συνήθειας. Η αύξηση της σεροτονίνης που μεσολαβείται από την πρόσληψη των σακχάρων και ενεργοποιεί το αίσθημα της ευχαρίστησης κινητοποιεί τον εγκέφαλο να επαναλάβει τη συνήθεια της κατανάλωσης του γλυκού.

Αυτό προφανώς είναι εντονότερο όσο πιο παλιά είναι η συνήθεια, αφού οι επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές εντυπώνονται στα νευρωνικά μονοπάτια. Παράλληλα, εάν η κατανάλωση του γλυκού μετά το φαγητό είναι συνήθεια που μας συντροφεύει στο μεγάλωμα ή στην κουλτούρα μας, μπορεί να έχουμε σχηματίσει την πεποίθηση ότι οφείλουμε να διαιωνίσουμε αυτό το «έθιμο».

Τα καλά νέα

Με τον ίδιο τρόπο που δημιουργούμε και διατηρούμε κάποιες συνήθειες που επιβαρύνουν τη διατροφή μας, μπορούμε να υιοθετήσουμε και νέες. Άλλωστε, συγχρονική μελέτη έχει δείξει ότι όσοι ήταν στη διαδικασία δίαιτας απώλειας βάρους είχαν σημαντικά λιγότερες, ασθενέστερες και πιο ελέγξιμες «λιγούρες» για τη σοκολάτα και άλλα γλυκά.Ένας άλλος ένοχος για την επιθυμία για γλυκό μετά το γεύμα μπορεί να είναι και η έλλειψη αίσθησης κορεσμού από το ίδιο το γεύμα. Εάν το κυρίως γεύμα δεν ήταν επαρκές σε ποσότητα, θερμίδες και θρεπτικά συστατικά, τότε ο οργανισμός σύντομα θα αναζητήσει την ενέργεια που του λείπει, συνήθως στη μορφή ενός εύγεστου τροφίμου με απλά σάκχαρα και λίπος.

Τι ρόλο παίζει η ταχύτητα κατανάλωση του γεύματος

Ακόμη, ένα διατροφικό πλάνο που περιέχει τροφές υψηλού γλυκαιμικού δείκτη (όπως γλυκά, χυμοί, επιτραπέζια ζάχαρη, λευκό ψωμί, λευκά ζυμαρικά) σε αφθονία έχει ως αποτέλεσμα το σάκχαρο του αίματος να κατεβαίνει απότομα, προκαλώντας κόπωση και πείνα, ειδικά σε διαβητικούς ή άλλα άτομα με κακή ρύθμιση του σακχάρου. Τέλος, η ταχύτητα κατανάλωσης του γεύματος παίζει ρόλο στην επιθυμία να φάμε ξανά μεταγευματικά. Έρευνα έδειξε ότι μετά από ένα γεύμα που διήρκησε μόνο πέντε λεπτά, τα επίπεδα των πεπτιδίων που ρυθμίζουν την πείνα και το αίσθημα πληρότητας ήταν χαμηλότερα σε σχέση με τα επίπεδα μετά από ένα τριαντάλεπτο γεύμα. Αυτό σημαίνει πως το μήνυμα ότι «χορτάσαμε» απαιτεί περίπου μισή ώρα για να φτάσει στον εγκέφαλο, άρα η επιθυμία για φαγητό εξακολουθεί να υπάρχει μέσα σε αυτό το χρονικό παράθυρο.

Πώς να το αντιμετωπίσετε

Ένας τρόπος να σπάσουμε τη συνήθεια του επιδορπίου είναι να επιδράσουμε στο μοτίβο της επιβράβευσης, το οποίο αναφέραμε προηγουμένως. Έτσι, στη θέση ενός γλυκού που έπεται του σήματος της λήξης του φαγητού, μπορούμε να εισάγουμε μια νέα συνήθεια. Για παράδειγμα, μπορούμε μετά το φαγητό να καταναλώσουμε ένα ποτήρι νερό ή ένα ρόφημα με λίγες θερμίδες, όπως καφές, τσάι, ή ένα μικρό φρούτο ή λίγους ξηρούς καρπούς.

Εναλλακτικά, μπορούμε να κάνουμε έναν περίπατο ή μια άλλη δραστηριότητα που μας ευχαριστεί, κάθε φορά που νιώθουμε «λιγούρα» για ένα γλυκό μετά το φαγητό.Η κατανάλωση μικρών, τακτικών γευμάτων μέσα στην ημέρα βοηθά στον καλύτερο έλεγχο της πείνας και του κορεσμού.

Πολύ σημαντική είναι και η σύνθεση των γευμάτων μας μέσα στην ημέρα. Καθώς η πρωτεΐνη και οι διαιτητικές ίνες είναι τα συστατικά που προκαλούν καλύτερο κορεσμό, πρέπει να φροντίζουμε αυτά τα μακροθρεπτικά συστατικά να υπάρχουν σε επάρκεια στο καθημερινό μας διαιτολόγιο.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Συγχρόνως, οι επιλογές τροφίμων πλούσιων σε ίνες και σύνθετους υδατάνθρακες (όπως τα λαχανικά, τα όσπρια, και τα προϊόντα ολικής άλεσης) βοηθούν στον καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο, αφού πέπτονται σε πιο αργούς ρυθμούς, και κατ’επέκταση δεν προκαλούν απότομα σκαμπανεβάσματα του σακχάρου. Μια τελευταία συμβουλή: το φαγητό εκτός από απαραίτητο είναι και μία απόλαυση. Δώστε στο γεύμα σας την προσοχή και το χρόνο που χρειάζεται.