Παρότι πολύ δημοφιλή, τα τατουάζ κρύβουν κινδύνους για την υγεία, είτε από ένα εξάνθημα, μέχρι και νευροεκφυλιστικές ασθένειες ή καρκίνο. Υπάρχουν δε και εκείνοι που δεν πρέπει καν να σκεφτούν να κάνουν τατουάζ ή μετέπειτα σκέφτονται να το αφαιρέσουν.
Ανασταλτικό παράγοντα για την αφαίρεση των τατουάζ αποτελεί η έκθεση στον ήλιο, τόσο πριν όσο και μετά από τη διαδικασία, γεγονός που καθιστά το χειμώνα ιδανικό για όσους επιθυμούν να απαλλαγούν οριστικά.
Οι λόγοι είναι δύο: αφενός η διαδικασία είναι πολύ πιο ασφαλής και αποτελεσματική όταν το δέρμα είναι πιο κοντά στον φυσικό του τόνο. Αφετέρου η προστασία του από την ηλιακή ακτινοβολία μετά από την αφαίρεση του τατουάζ επιτρέπει την ταχύτερη αποκατάσταση του δέρματος και αποτρέπει σοβαρές βλάβες.
Ακόμα και με τη χρήση των συγκεκριμένων λέιζερ, όμως, η αφαίρεσή των τατουάζ είναι μια πολύπλοκη διαδικασία, που δεν ολοκληρώνεται σε μία συνεδρία.
Τα μόρια της μελάνης είναι πολύ μεγάλα για να τα απομακρύνει το ανοσοποιητικό σύστημα, που φυσιολογικά θα το έκανε αναγνωρίζοντάς τα ως ξένα προς τον οργανισμό. Το λέιζερ στοχεύει σε αυτά, τα θερμαίνει και τα διασπά ανά στρώση, (όπως δηλαδή τα δημιούργησε ο καλλιτέχνης) σε μικρότερα μόρια για να αποβληθούν από το λεμφικό σύστημα.
Για να ολοκληρωθεί η διεργασία, το σώμα χρειάζεται χρόνο – περίπου 8 εβδομάδες. Κατά την επόμενη συνεδρία το λέιζερ επαναλαμβάνει την ίδια διαδικασία με την επόμενη στρώση μελάνης. Έτσι το τατουάζ γίνεται σταδιακά όλο και πιο αχνό.
Ο τελικός αριθμός των συνεδριών που απαιτούνται για την ολοκληρωτική αφαίρεση εξαρτάται από τη θέση, το χρώμα, το μέγεθος, το βάθος και τον χρόνο ύπαρξης του τατουάζ στο σώμα.
Για παράδειγμα, εκείνα που βρίσκονται πιο κοντά στην επιδερμίδα, στο θηλώδες χόριο, αφαιρούνται ευκολότερα συγκριτικά με εκείνα που βρίσκονται στο βαθύ δικτυωτό χόριο, όπως κι εκείνα που έχουν μικρότερο μέγεθος ή είναι πρόσφατα.
Σημαντικός παράγοντας είναι και η τεχνολογία του λέιζερ που χρησιμοποιείται. Με τις παλαιότερες συσκευές, ήταν αρκετά συχνό φαινόμενο, η προσπάθεια αφαίρεσης του ανεπιθύμητου σχεδίου να μην στέφεται από απόλυτη επιτυχία, καθώς ορισμένα χρώματα που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία τατουάζ είναι δυσκολότερο να διασπαστούν από άλλα.
Συγκεκριμένα, η μπλε και η μαύρη μελάνη ανταποκρίνονται θετικά στο λέιζερ, επειδή απορροφούν καλύτερα το φως. Το κόκκινο, το πορτοκαλί, το κίτρινο και το γαλάζιο είναι τα πιο δύσκολα χρώματα για τον ακριβώς αντίθετο λόγο.
Σε τέτοιες περιπτώσεις οι πλαστικοί χειρουργοί υποχρεώνονταν να χρησιμοποιούν λέιζερ με διαφορετικά μήκη κύματος σε διαφορετικές συνεδρίες, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο αριθμός των απαιτούμενων συνεδριών.
Κανένα από τα παραπάνω δεν αποτελεί πρόβλημα σήμερα, καθώς με τα τελευταίας γενιάς λέιζερ, όπως το Q-Switched Nd:YAG Laser, δύνανται να αφαιρούν μελάνες κάθε χρώματος, όσο ανθεκτικές κι αν είναι, διότι το ίδιο λέιζερ μπορεί να εκπέμπει ενέργεια σε διαφορετικά μήκη κύματος.
Δηλαδή μπορεί αρχικά να ρυθμιστεί στα 1064nm προκειμένου να αφαιρεθεί η σκούρα μελάνη (μαύρο, μπλε, πράσινο κλπ) από το σχέδιο και κατόπιν στα 532nm για να διασπαστεί κάθε ανοιχτόχρωμη απόχρωση των βασικών χρωμάτων. Το συγκεκριμένο μάλιστα λέιζερ διαθέτει διάφορες μικρές κεφαλές που δρουν σε διαφορετικά βάθη του δέρματος χωρίς να προκαλούν βλάβες στους παρακείμενους ιστούς.
Παρά τα πλεονεκτήματα αυτών των συστημάτων, η σχέση ήλιου και λέιζερ δεν είναι η καλύτερη. «Μετά από κάθε συνεδρία το δέρμα πρέπει να προστατεύεται από τις ακτίνες του για τουλάχιστον 2 εβδομάδες.
Και αυτό γιατί το λέιζερ τού προκαλεί βλάβες κατά τη διαδικασία αφαίρεσης του τατουάζ. Δηλαδή, στα σημεία που διεισδύει η ακτίνα του ήλιου το δέρμα παρουσιάζει ήπιο οίδημα και λευκές μικρές φουσκάλες. Πρέπει λοιπόν να του δίνουμε χρόνο για να επουλωθεί.
Για την προστασία του συστήνεται η κάλυψη του σημείου με ρούχα που εμποδίζουν πλήρως την είσοδο των ακτινών του ήλιου, κάτι που είναι δύσκολο το καλοκαίρι λόγω των υψηλών θερμοκρασιών που επικρατούν.
Παρενέργειες, όμως, μπορεί να προκύψουν και εξαιτίας των ελλιπών γνώσεων του ανθρώπου που αναλαμβάνει να πραγματοποιήσει την αφαίρεσή του.