O Παναγιώτης Σουπιάδης ζει αποτραβηγμένος από τα φώτα της δημοσιότητας στον Αμπελώνα Λάρισας.
Είναι είναι μια φιγούρα κλασική της εποχής εκείνης,όταν τον βλέπεις με άσπρα μαλλιά αρνείσαι να πειστείς πως πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο.
Γεννημένος το 1959 στην Ξάνθη, όμως αρκετά μικρός χάνει τον πατέρα του. Τα οικονομικά προβλήματα τον φέρνουν παιδί μαζί με τη μητέρα του στην Αθήνα. Καισαριανή, Υμηττός, Βύρωνας, Παγκράτι. «Γύρω στο 1970 δούλευα σ’ ένα θέατρο στο Παγκράτι. Σερβιτόρος ήμουν και εξυπηρετούσα τόσο τους καλλιτέχνες όσο και τον κόσμο. Δεν έπαιρνα τα γράμματα και δούλευα συνέχεια. Μια κοπέλα τότε η Σμαράγδα Σμυρναίου μου πρότεινε να μου δώσει ένα κείμενο και να πάω σε έναν σκηνοθέτη για να με δει.
Ο ρόλος ήταν ένας μικρός κλεφτάκος από ένα αναμορφωτήριο και το εγχείρημα λεγόταν «Τα αγρίμια». Πήγα στην οντισιόν με Καϊλα, Καλατζόπουλο και άλλους, αλλά πέρασα εγώ».
Τότε έκανε την πρώτη του δουλειά. Μα δεν ήταν όποια κι όποια. Δούλεψε με τον Νίκο Ξανθόπουλο με το «καλημέρα». Παίρνει τα πρώτα χρήματα και αγοράζει μηχανάκι. Στον δρόμο ο κόσμος τον φώναζε «Γαβρίλο» για πολλά χρόνια όπως στον ρόλο του.
Εν συνεχεία άρχισε να κάνα παιδικές παραστάσεις. Εκεί είναι που τον εντοπίζει ο ηθοποιός Λευτέρης Λουκατζής και του προτείνει τις εξετάσει για το Εθνικό. Του κάνει μάθημα με μονόλογουs του Σαίξπηρ και τα πάει περίφημα. Περνάει και από τη σχολή του Γρηγόρη Μασαλά. Παράλληλα κάνει τον ηχολήπτη, τον βοηθό, τον τεχνικό, τον ηλεκτρολόγο, τον οδηγό σε μεγάλους θιάσου με Παπαγιαννόπουλο, Ανδριανό και άλλους. «Τότε κάναμε 300 μεροκάματα. Δεν είχαμε ρεπό τότε και γκρινιάζαμε. Τώρα γκρινιάζουμε γιατί δεν έχουμε μεροκάματα».
Μέσα σε λίγα χρόνια έκανα 45 ταινίες και βίντεο, 10 θεατρικά παραγωγές. Συνεργάζεται με όλα τα γνωστά ονόματα τότε της ελληνικής “Showbiz”. «Ήμουν με ένα αυτοκίνητο και ένα μαγνητοφωνάκι όλη μέρα για να λέω τι πρέπει να κάνω επειδή δεν μπορούσα να γράφω. Δεν προλάβαινα. Δε με ενδιέφερε ποτέ αν είχα μεγάλο ή μικρό ρόλο. Το μόνο που με ενδιέφερε είναι να έχει το ηθικό στοιχείο μέσα» υπογραμμίζει.
Και ξαφνικά περίπου στο 1990 κατεβάζει γενικό διακόπτη. «Είπα δεν θέλω να κάνω τίποτα και έκανα οικογένεια». Αρνήθηκε προτάσεις και αποτραβηγμένος από την πρώτη γραμμή επέλεξε τις παιδικές παιδιά παραστάσεις. Αθόρυβα και χωρίς πολλά χρήματα.
Τα οικονομικά προβλήματα όμως τον φέρνουν το 2012 στον Αμπελώνα ως λύση ανάγκης. Και εδώ επέλεξε να συνεργαστεί με κάποια σκηνή αλλά κάποια στιγμή σταμάτησε και μ’ αυτήν. Πηγαινοερχόταν με το ποδήλατο καθημερινά. Υπολογίζει δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα πως έκανε πάνω στις δυο ρόδες. Όλα για το θέατρο καθώς πια τα χρήματα δεν υπάρχουν.
«Είναι όπως όταν πεινάς και θέλεις να φας. Επιλέγεις να πας σε ένα φαστ φουντ ή σε ένα ωραίο εστιατόριο; Εγώ επιλέγω το δεύτερο».