Το 2023 ολοκληρώνεται με μία μεγάλη απώλεια για το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι. Ο Βασίλης Καρράς έδωσε μάχη με τον καρκίνο, όμως, ο οργανισμός του λύγισε όταν τον βρήκε αδύναμο και ο κορονοϊός. Ο χαμός του, σε ηλικία 70 ετών, βύθισε στο πένθος τον καλλιτεχνικό κόσμο και όλους όσοι τον εκτιμούσαν.
Αυτό που θα πρέπει να γνωρίζουν άπαντες είναι ότι διέθετε εξαιρετικό χαρακτήρα.
Για τη φωνή, τη σκηνική παρουσία, τις συνθέσεις και τους στίχους μπορεί ο καθένας να εκφραστεί εγκωμιαστικά, να ασκήσει σκληρή κριτική, να παραμείνει αδιάφορος… Αυτό ισχύει για τον οποιονδήποτε τραγουδιστή/συνθέτη/στιχουργό κ.λπ. Για το ποιόν του, όμως, ελάχιστοι θα βγουν να πουν κάτι κακό. Ίσως και κανένας από όσους συνεργάστηκε.
Το φιλανθρωπικό του έργο δεν αμφισβητείται από κανέναν. Το έκανε απλά, χωρίς να το διαφημίσει. Για την ακρίβεια, δεν ήθελε να το ξέρουν άλλοι πέρα από τους εμπλεκόμενους. Ήταν ντόμπρος, δωρικός και άμεσος.
Ένα άλλο στοιχείο του Βασίλη Καρρά ήταν η αντοχή. Προφανώς ελάχιστα προβεβλημένο. Όταν ήταν πιο νέος (αν και άνω των 40), συνήθιζε να κάνει ηχογραφήσεις, προτού καν ξημερώσει! Υπήρχαν φορές που τη νύχτα τα έδινε όλα στη σκηνή για να ευχαριστήσει το πολυάριθμο κοινό του και στη συνέχεια, αντί να γυρίσει σπίτι, έβαζε πλώρη για το στούντιο.
Πρώτα απ’ όλα, όμως, ο Βορειοελλαδίτης με τη μεγάλη καρδιά σταματούσε σε κάποιο φούρνο, γέμιζε σακούλες με σφολιατοειδή και τα προσέφερε σε όσους εργάζονταν για το επόμενο CD του (ηχολήπτες κ.λπ.).
Παράλληλα είχε πάντα αλκοόλ και τσιγάρα για τον ίδιο και τους θεριακλήδες. Τέκνο μιας διαφορετικής εποχής, η οποία κατά γενική ομολογία είχε μεγαλύτερη αυθεντικότητα, αλλά και κακές συνήθειες.
Ήταν η επιτομή της λαϊκότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι το όνομά του έγινε σύνθημα με παραλλαγές που πάντα είχαν την κατάληξη «ουίσκι και του Καρρά οι δίσκοι».