Μια έρευνα επιβεβαιώνει πως οι γυναίκες είναι καλύτερες στο άναμμα μιας φωτιάς!
Οι επιστήμονες αποκάλυψαν πως οι γυναίκες είναι αυτές που θα πρέπει να ανάβουν τις ψησταριές και τις φωτιές επειδή οι πνεύμονές τους είναι πιο ανθεκτικοί στον καπνό.
Ο λόγος δεν είναι ξεκάθαρος, αλλά μια θεωρία λέει ότι μετά από εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης, οι γυναίκες μπορεί να έχουν εκτεθεί περισσότερο στον καπνό των ξύλων από το μαγείρεμα.
Η έρευνα, από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καλιφόρνιας, εξέθεσε άνδρες και γυναίκες σε καπνό ξύλων ή φιλτραρισμένο αέρα. Στη συνέχεια εκτέθηκαν σε ένα εμβόλιο ιού γρίπης που παράγει μια φυσική, αλλά ήπια ανοσοαπόκριση στις ρινικές διαβάσεις.
Και διαπίστωσαν ότι ο καπνός ξύλου προκάλεσε υψηλότερα επίπεδα φλεγμονής στους άνδρες από ότι στις γυναίκες.
Οι ερευνητές προειδοποιούν πως ο καπνός ξύλου έχει μια πολύ διαφορετική σύνθεση από τον καπνό του τσιγάρου και δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι οι γυναίκες είναι πιο ανθεκτικές στον καπνό των τσιγάρων από τους άνδρες.
Οι επιστήμονες δεν είναι ακόμα σίγουροι γιατί οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν τόσο διαφορετικές ανοσολογικές αντιδράσεις στον καπνό του ξύλου.
Υποδεικνύουν πως οι γυναίκες και οι άνδρες μετά από χιλιάδες γενιές είχαν διαφορετικές εξελικτικές ιστορίες έκθεσης στον καπνό του ξύλου, οδηγώντας σε διαφορετικές εξελικτικές προσαρμογές.
Οι γυναίκες για παράδειγμα, μπορεί να είχαν μεγαλύτερη και πιο μακροχρόνια έκθεση στον καπνό από τις εστίες φωτιάς, σε σύγκριση με τους άνδρες.
Άλλοι παράγοντες που μπορεί να έχουν επηρεάσει το αποτέλεσμα περιλαμβάνουν διαφορές στα προφίλ και τις ορμόνες των ανδρών και των γυναικών.
Ο καθηγητής Ιλόνα Τζάσπερς, δήλωσε: «Αναρωτιόμαστε εάν μια μεγαλύτερη έκθεση στον καπνό από ξύλο έχει οδηγήσει σε μια εξελικτική πίεση στις γυναίκες».
Ανεξάρτητα πάντως από αυτό, η μελέτη αυτή υποδεικνύει πως οποιαδήποτε έρευνα σχετικά με τις περιβαλλοντικές εκθέσεις θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη δυνητικές διαφορές φύλου.
Η συνάδερφος Μέγκαν Ρεμπούλι, μια μεταδιδακτορική ερευνήτρια, δήλωσε: «Πολλοί ερευνητές εξακολουθούν να μην αντιμετωπίζουν το φύλο ως παράγοντα στις αναλύσεις τους κι αυτό μπορεί να αποκρύψει τα αποτελέσματα, όπως συνέβη στην περίπτωσή μας. Είναι πολύ σημαντικό να εξεταστεί σε μελλοντικές κλινικές μελέτες, καθώς αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε πόσο διαφορετικά μπορεί να ανταποκριθούν οι άνδρες από τις γυναίκες σε μια σειρά από εκθέσεις».