Υπάρχουν πολλές ελληνικές φράσεις που συνεχίζουμε να λέμε, αλλά δεν ξέρουμε από που ξεκίνησαν. Μια από τις πιο παράξενες είναι το «Άλλαξε κι ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς». Από που μπορεί να προήλθε;
Την εποχή του Όθωνα υπήρχε ένας γνωστός γραφικός τύπος που ζούσε στην Αθήνα και σχεδόν όλοι γνώριζαν. Το όνομά του ήταν Μανώλης Μπατίνος, κυκλοφορούσε στους δρόμους ρακένδυτος και παρουσίαζε τον εαυτό του ως ρήτορα και φιλόσοφο, πηγαίνοντας συνήθως σε πλατείες και βγάζοντας λόγους.
Μια μέρα κι ενώ βρισκόταν σε μια πλατεία βγάζοντας έναν από τους λόγους του, από το σημείο πέρασε ο Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος είχε διατελέσει και πρώτος πρωθυπουργός της Ελλάδας. Ο Μπατίνος τον είδε και έτρεξε προς το μέρος του, κάνοντάς του την ερώτηση αν θα τον άφηνε να βγάλει έναν λόγο στη Βουλή.
Η απάντηση του Κωλέττη ήταν πως θα του επέτρεπε να πάει στη Βουλή αν έβγαζε τα κουρέλια και ντυνόταν ευπρεπώς. Την επόμενη ημέρα ο Μπατίνος εμφανίστηκε στην ίδια πλατεία με τα ίδια ρούχα, που όμως τα είχε φορέσει απλά ανάποδα.
Έτσι δεν κατάφερε να μπει στη Βουλή αλλά παρέμεινε στην πλατεία και είπε τα εξής στους περαστικούς:
«Άλλαξε η Αθήνα όψη, σαν μαχαίρι δίχως κόψη,
πήρε κάτι απ’ την Ευρώπη και ξεφούσκωσε σαν τόπι.
Άλλαξαν χαζοί και κούφοι και μας κάναν κλωτσοσκούφι.
Άλλαξε κι ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς».
Από τότε η φράση χρησιμοποιείται για κάποιον που προσπαθεί να αλλάξει αλλά δεν μπορεί ή για κάποιον που ισχυρίζεται ότι άλλαξε, αλλά αποδεικνύεται ότι δεν άλλαξε καθόλου.