Πρόκειται για μια από τις καλύτερες ταινίες γύρω από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η απόβαση στην Νορμανδία απεικονίζεται τόσο ρεαλιστικά, που απέσπασε πολύ καλές κριτικές στην πρεμιέρα της το 1998, ενώ άφησε το κοινό με κομμένη την ανάσα.
Προτάθηκε για 11 Όσκαρ κερδίζοντας τα 5 από αυτά, ενώ κέρδισε και πολλά ακόμα βραβεία σε άλλες τελετές. Θεωρείται ως ένας φόρος τιμής στα αμερικανικά στρατεύματα που προσγειώθηκαν στη Γαλλία, ανοίγοντας το δεύτερο μέτωπο στην Ευρώπη, που τελικά θα οδηγούσε στην οριστική ήττα των Ναζί.
Τα πρώτα 27 λεπτά της ταινίας προσέφεραν μια απίστευτη εικόνα για τη φρίκη της προσγείωσης στην παραλία Όμαχα στις 6 Ιουνίου του 1944. Οι χαρακτήρες μάχονται υπό σχεδόν αδύνατες συνθήκες, ενώ αυτό που κάνει τεράστια εντύπωση είναι η απεικόνιση της προσγείωσης. Σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις, δεν παρουσιάζει τους στρατιώτες σαν υπερήρωες αλλά σαν ανθρώπους φοβισμένους και μπερδεμένους, που προσπαθούν να κάνουν ότι καλύτερο μπορούν για να επιβιώσουν.
Η ταινία είχε τεράστιο αντίκτυπο στο αμερικανικό κοινό όταν κυκλοφόρησε. Οι νεότερες γενιές επηρεάστηκαν αρκετά, λέγοντας σε αρκετές περιπτώσεις πως γεφύρωσε το χάσμα μεταξύ των βετεράνων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και εκείνων που ήταν αρκετά τυχεροί ώστε να μη ζήσουν τη φρίκη του.
Το «Saving Private Ryan» δίνει μια γεύση από την «επίγεια κόλαση» της D-Day, αλλά συγχρόνως έφερε ξανά στο φως επίπονες αναμνήσεις για όσους είχαν ζήσει τα γεγονότα μισό αιώνα νωρίτερα. Τις πρώτες δυο εβδομάδες από την προβολή της ταινίας, το υπουργείο Υποθέσεων Βετεράνων έπρεπε να αυξήσει τον αριθμό των συμβουλευτικών του γραμμών, καθώς πολλοί από τους βετεράνους χρειάστηκε να ζητήσουν επαγγελματική βοήθεια μετά την προβολή της ταινίας. Μέσα σε δυο εβδομάδες υπήρξαν περισσότερες από 100 κλήσεις, περισσότερες από εκείνες που είχαν δεχτεί τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, το κύμα των εκκλήσεων για βοήθεια ήταν η διαφορετική αντίληψη που είχε το κοινό για τους βετεράνους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε σχέση με τους βετεράνους άλλων πολέμων, όπως εκείνος του Βιετνάμ και της Κόλπου. Πίσω στην πατρίδα, οι άνδρες που ρίσκαραν τη ζωή τους στην Νορμανδία θεωρούνταν ήρωες και οι ήρωες δεν επιτρέπεται να δείχνουν συναισθηματικά ευάλωτοι.
Επίσης, οι γενιές που πολέμησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν «παιδιά» της Μεγάλης Ύφεσης, μεγαλωμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να μη διαμαρτύρονται πολύ και να κρατούν τα συναισθήματα τους για τον εαυτό τους. Γι’ αυτό και υπήρξε έκρηξη συναισθημάτων κατά τη διάρκεια των πρώτων προβολών, στις οποίες είχαν προσκληθεί πολλοί βετεράνοι. Η έκρηξη ήταν φυσιολογική, ενώ το κοινό είχε την δυνατότητα να δει μπροστά του τις πληγές που άφησε ο πόλεμος σε αυτούς τους ανθρώπους.
Η εμπειρία μια τόσο ρεαλιστικής απεικόνισης του πολέμου προκάλεσε μια μετατραυματική διαταραχή (PTSD) σε πολλούς βετεράνους, κάνοντάς τους να νιώσουν τουλάχιστον άβολα. Οι περισσότεροι συμφώνησαν ότι πρόκειται για μια πολύ σημαντική ταινία που μετέφερε τις τρομακτικές τους εμπειρίες στην μεγάλη οθόνη και απαθανάτισε τις πράξεις τους για πάντα.
Ο Dick Winters, μέλος της 101ης μοίρας αλεξιπτωτιστών που προσγειώθηκε εκείνη την ημέρα στη Γαλλία, δήλωσε το 2004 στους LA Times: «Είναι δύσκολο να μιλήσεις σε κάποιον που δεν ήταν εκεί. Δεν είναι μόνο οι αναμνήσεις. Δεν ξέρουν τι ερωτήσεις να κάνουν». Έστειλε πάνω από 100 γράμματα σε φίλους του ώστε να δουν την ταινία, «Πιστεύω ότι θα καταλάβουν. Αφού τη δουν θα ξέρουν γιατί όταν επέστρεψα στην πατρίδα, επέμενα να αγοράσω μια φάρμα και να ζήσω ήρεμα και ειρηνικά».