Ο όρος «τζακ ποτ» προέκυψε κάπου στη δεκαετία του 1870, από το παιχνίδι του πόκερ «Jacks or Better». Αυτό μοιάζει με το παραδοσιακό πόκερ των 5 φύλλων, αλλά αν κάποιος παίκτης δεν έχει δυο βαλέδες ή καλύτερο φύλλο από τον πρώτο γύρο του πονταρίσματος, πρέπει να πάει πάσο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι απαραίτητα πρέπει να έχει ένα ζευγάρι βαλέδων, ή νταμών, αλλά να έχει κάτι στο χέρι του που τουλάχιστον κερδίζει ένα ζευγάρι δεκαριών.
Όταν ο πρώτος παίκτης που το έχει αυτό ποντάρει στον εναρκτήριο γύρο, οι υπόλοιποι είναι ελεύθεροι να ποντάρουν όπως θέλουν, ανεξαρτήτως από το τι χαρτί έχουν. Αν κανένας δεν έχει δυο βαλέδες ή καλύτερο φύλλο, τότε τα χαρτιά πρέπει να ξαναμοιραστούν, το ποντάρισμα της προηγούμενης παρτίδας παραμένει, τα χαρτιά ξαναμοιράζονται και οι παίκτες ξαναποντάρουν..
Όταν η παρτίδα τελειώσει, ο νικητής δεν επιτρέπεται να κερδίσει με κάτι λιγότερο από τριάδα ή κάτι καλύτερο. Αν δεν έχει κανένας τρία ίδια φύλλα, γίνεται ξανά το ίδιο με προηγουμένως. Μοιρασιά ξανά και το ποντάρισμα μεγαλώνει. Έτσι το ποντάρισμα μπορεί να μεγαλώσει πάρα πολύ, που στα αγγλικά ονομάζεται pot, όποτε από εκεί προέκυψε το «τζακ ποτ».
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, ο όρος έγινε μέρος της αργκό και πήρε τη σημασία ότι κάποιος αντιμετωπίζει πρόβλημα με τον νόμο. Στον 20ο αιώνα, το τζακ ποτ πέρασε στα λεγόμενα «φρουτάκια» και από εκεί πια αναφέρεται σε κάθε μεγάλο έπαθλο ή κάτι καλό που μας συμβαίνει.