Από τα μέσα του 20ου αιώνα η τεχνολογική πρόοδος είναι συνεχής και αλματώδης. Αλλά στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, η πρόοδος μπορεί να υπήρχε, αλλά δεν ήταν τόσο ταχεία όσο είναι τις τελευταίες δεκαετίες. Κοιτάξτε μόνο το ίντερνετ, πως ήταν πριν 20 χρόνια και πως είναι σήμερα και θα καταλάβετε.
Πολλές φορές αυτή η πρόοδος μας τρομάζει. Ταινίες που ασχολούνται με το μέλλον, έχουν φανταστεί πως θα είναι όταν όλα γίνονται από τις μηχανές. Επαγγέλματα θα χαθούν, ενώ κάποια άλλα έχουν χαθεί ήδη. Όπως αυτό του knocker – upper, που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «αυτός που σε ξυπνάει».
Ήταν ένα επάγγελμα που συναντούσες συχνά στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Αλλά εξαφανίστηκε με την επικράτηση των ξυπνητηριών, κάτι που σήμερα υπάρχει ακόμα και στα κινητά.
Τι ακριβώς έκαναν οι knocker – uppers;
Με την βιομηχανική επανάσταση, η παραγωγή πέρασε από τα ανθρώπινα χέρια στα «χέρια» των μηχανημάτων, που λειτουργούσαν είτε με ατμό είτε με νερό. Οι άνθρωποι άρχισαν να εργάζονται στα εργοστάσια και κάποιες βάρδιες ξεκινούσαν πολύ πρωί.
Το πρόβλημα που προέκυψε φαίνεται κάπως αστείο σήμερα, αλλά τότε ήταν σοβαρό. Οι άνθρωποι έπρεπε να σιγουρεύονται ότι θα ξυπνούν πρωί και θα είναι στη δουλειά τους στην ώρα τους. Τα ξυπνητήρια ήταν σπάνια, ακριβά και όχι τόσο αξιόπιστα. Κι έτσι γεννήθηκε ένα νέο επάγγελμα, αυτό του knocker – upper, όπου οι άνθρωποι έκαναν αυτό ακριβώς που κάνουν τα ξυπνητήρια. Ξυπνούσαν τους εργαζόμενους στην ώρα τους.
Οι knocker – uppers σηκώνονταν στις 3 το πρωί. ύστερα περιδιάβαιναν στους δρόμους, για να ξυπνήσουν τους πελάτες, την ώρα που είχαν συμφωνήσει. Κάποιοι χρησιμοποιούσαν μακριά κοντάρια από μπαμπού και χτυπούσαν τα παράθυρα στους πιο ψηλούς ορόφους. Κάποιοι είχαν μια σκυτάλη ή ένα σφυρί για να χτυπούν τις πόρτες και οι πιο εφευρετικοί, χρησιμοποιούσαν φυσοκάλαμο.
Οι επαγγελματίες λοιπόν του είδους, προσπαθούσαν να συγκεντρώσουν την πελατεία τους σε μικρές αποστάσεις, κάτι που ήταν απαραίτητο για να μπορέσουν να τους ξυπνήσουν όλους την ώρα που είχαν ζητήσει. Κάποιοι αντάλλαζαν μερικές φορές και πελάτες, για να καλύψουν όσα περισσότερα σπίτια μπορούσαν σε μικρό χρονικό διάστημα. Ο καθένας μπορεί να είχε κάθε μέρα μέχρι και 100 άτομα να ξυπνήσει.
Χτυπούσαν συνήθως το παράθυρο λοιπόν, μέχρι που ο πελάτης τους έκανε σήμα ότι ξύπνησε. Κάποιες φορές πάλι, χτυπούσαν έναν συγκεκριμένο αριθμό φορών και έφευγαν για το επόμενο σπίτι.
Οι περισσότεροι knocker – uppers ήταν κάποιας ηλικίας. Υπήρχαν βέβαια φορές που το ίδιο έκαναν και οι αστυνομικοί, κατά την διάρκεια της βραδινής βάρδιας, αλλά δεν ήταν πολύ συχνό γιατί δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τρόμαζαν αν τους ξυπνούσε η αστυνομία. Προσλαμβάνονταν τις περισσότερες φορές ιδιωτικά, αλλά υπήρξαν και μερικές μεγάλες εταιρείες που τους προσλάμβαναν για να ξυπνούν τους εργάτες της.
Αν ένας knocker – upper, γυρνούσε πλευρό στις 3 το πρωί, φαντάζεστε τι θα γινόταν. Μια ολόκληρη γειτονιά, θα αργούσε στη δουλεία. Ήταν ένα επάγγελμα λοιπόν με μεγάλες ευθύνες και πολύ σημαντικό. Από κάθε πελάτη, έπαιρναν ένα σελίνι την εβδομάδα, αλλά η τιμή εξαρτιόταν και από την απόσταση και από την ώρα του ξυπνήματος.
Το επάγγελμα άντεξε μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’50, ενώ σε κάποια μέρη της Αγγλίας, κράτησε μέχρι και 20 χρόνια αργότερα. Σήμερα έχει χαθεί εντελώς, με την τεχνολογία να αναλαμβάνει αυτό το μέρος της καθημερινότητάς μας. Και δεν είναι το μόνο που χάθηκε ή θα χαθεί μάλλον.