Η μούντζα είναι ίσως η πιο συνηθισμένη ελληνική χειρονομία. Λέγεται ακόμα και φάσκελο. Κάποιες φορές είναι μουγγή, ενώ κάποιες άλλες συνοδεύεται από επιφωνήματα ή βρισιές. Εκτός από την Ελλάδα, χρησιμοποιείται και στην Κύπρο, αλλά και από Έλληνες του εξωτερικού.
Η ρίζα της λέξης φαίνεται πως αρχικά σήμαινε «μουντό χρώμα», αλλά στη συνέχεια σήμαινε «παλάμη λερωμένη με στάχτη».
Η επικρατέστερη θεωρία λέει πως η χρήση της μούντζας ξεκίνησε την εποχή του Βυζαντίου και εφαρμοζόταν ως ποινή για μικρά παραπτώματα, όπως η μοιχεία και οι μικροκλοπές. Ο κατηγορούμενος δενόταν σε ένα γαϊδούρι και περιφερόταν στους δρόμους. Ο δικαστής έβαζε στάχτη στο χέρι του και μουντζούρωνε τη το πρόσωπό του και έτσι στιγματιζόταν.
Μια άλλη εκδοχή λέει πως η μούντζα υπάρχει από την αρχαία Ελλάδα και ήταν χαιρετισμός προς τον Ήλιο, με τους αρχαίους να στρέφουν τις ανοιχτές παλάμες τους προς τον Ήλιο και με αυτόν τον τρόπο να επικαλούνται τον θεό τους.
Κάποιοι υποστηρίζουν πως και στα Ελευσίνια Μυστήρια μούντζωναν, με τις μούντζες να συνοδεύονται από κατάρες προς κάποιον εχθρό ή το κακό.
Εκτός από υβριστική, η μούντζα είναι και θεραπευτική, αφού ψυχολόγοι αναφέρουν ότι πρόκειται για εκτονωτική κίνηση. Όταν πρόκειται για αυθόρμητη χειρονομία ρίχνει το άγχος και την καρδιακή πίεση. Γενικά οι χειρονομίες, όπως λένε οι ψυχολόγοι, οι χειρονομίες δείχνουν όσα δεν πρέπει ή δεν μπορούν να ειπωθούν και έτσι αποβάλλεται ο αρνητισμός και τα νεύρα από τον οργανισμό.
Σε άλλα μέρη του κόσμου θεωρείται προσβολή, όπως το Πακιστάν, ενώ χρησιμοποιείται και στη Μέση Ανατολή, ίσως γιατί υπήρξε υπό ελληνορωμαϊκή κατοχή. Από την δεκαετία του 1990, μια παρόμοια χειρονομία στην Αμερική χρησιμοποιείται για να πει κάποιος «βούλωσέ το».