Ο Νίκος Πολυδερόπουλος μίλησε για την οικονομική καταστροφή που είχε ζήσει σε μικρότερη ηλικία με μία επιχείρηση που είχε αποφασίσει να ανοίξει.
Τα 24 χρόνια του τον βρήκαν µε ένα µπαρ στο κέντρο της Αθήνας. Το Κολωνάκι έγινε ο καθηµερινός προορισµός του. Ωστόσο, έναν χρόνο αργότερα αναγκάστηκε να πουλήσει την επιχείρησή του. «Χρεοκόπησα. Με κυνηγούσαν οι αγωγές και οι δικηγόροι.
Έφτασα στο τελευταίο σκαλοπάτι που µπορεί να βρεθεί ένας άνθρωπος. Πέρασα µια µαύρη περίοδο στη ζωή µου. Όταν ήρθε αυτή η άγια ηµέρα της πώλησης, ήµουν µαζί µε τον δικηγόρο µου στο µαγαζί».
Θυµάµαι που µου έλεγε: “Μη δώσεις το µαγαζί γιατί δεν έχεις τίποτα άλλο στη ζωή σου. Προσπάθησε και θα το ξαναφέρεις στα ίσια µε τα χρόνια”.
Εκείνη την ώρα ανέβηκα στην τουαλέτα να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό µου. Την ώρα που κοιτούσα τον νιπτήρα σκεφτόµουν: “Είναι δικός µου. Όπως και ο καθρέφτης. Πώς θα δώσω όλα αυτά που έφτιαξα;”.
Με πείραζε. Κατεβαίνοντας από τη στριφογυριστή σκάλα στο µπαρ έφαγα µια αναλαµπή και είπα: “Δεν πάει να… Θα στενοχωρηθεί ο νιπτήρας άµα νίψει τα χέρια του άλλος;”. Όλα είναι νούµερα. Βγαίνουν; Αν όχι, τότε τέλος. Εκείνη τη στιγµή λοιπόν τελείωσαν και για εµένα τα συναισθηµατικά δεσίµατα µε τα υλικά».
Παρ’ όλα αυτά, όσα χρόνια κι αν περάσουν, τη γειτονιά του µαγαζιού του δεν την επισκέπτεται. «Αρνούµαι. Πέρασα µια φορά και είδα όλα αυτά που έφτιαξα. Είπα “δεν ξαναπερνάω ποτέ ούτε απέξω”». Μετά από όλα αυτά υπήρξε η στιγµή που είπε «γιατί σε µένα;».
«Γιατί στα 24 ήθελα να ανοίξω µαγαζί; Τι δουλειά είχα; Καµία. Λες και είχα καμιά εμπειρία χρόνων στα μαγαζιά για να αποφασίσω να ανοίξω δικό μου.
Ποιος φταίει άραγε; Εγώ. Δεν ήμουν έτοιμος, δεν ήμουν έμπειρος. Ξέρεις τι συµβαίνει πολλές φορές στη ζωή µας; Ονειρευόµαστε πράγµατα που όταν έρχονται δεν είµαστε σε θέση να τα διαχειριστούµε. Για αυτό πρέπει να προσέχουµε τι ονειρευόµαστε».