«Οι μόνοι που αξίζουν για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που τρελαίνονται να ζήσουν, να μιλήσουν, να σωθούν, που ποθούν τα πάντα την ίδια στιγμή, αυτοί που ποτέ δε χασμουριόνται ή δεν λένε κοινότοπα πράγματα, αλλά που καίγονται, καίγονται , καίγονται σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά».
Η κλασική, πλέον, φράση από το αριστούργημα «Στον Δρόμο» του Τζακ Κέρουακ έρχεται σχεδόν αυτόματα στο μυαλό με το άκουσμα του ονόματος του Βλάσση Μπονάτσου, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 14 Οκτωβρίου του 2004, στα 55 του.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ένα ζωηρό και εντυπωσιακό αγόρι επέστρεψε από την Αμερική στην Ελλάδα.
Η ελληνική, καλλιτεχνική σκηνή γνώριζε ήδη την ακαταμάχητη περσόνα του Βλάσση Μπονάτσου με τη συμμετοχή του στο θρυλικό, ροκ συγκρότημα Πελόμα Μποκιού τη δεκαετία του ’70 και η μεγάλη επιτυχία τους «Γαρύφαλλε Γαρύφαλλε».
Από τη στιγμή αυτή και μετά το κοινό αντιλήφθηκε ότι βρίσκεται αντιμέτωπο με τη θυελλώδη στόφα ενός αυθεντικού ροκ σταρ, ενός καθαρόαιμου ατίθασου που όπως λένε ακόμα και σήμερα όσοι τον γνώρισαν και τον αγάπησαν το μόνο που αναζητούσε πάντοτε είναι η χαρά.
Ωστόσο, ήταν εκείνη η πτήση που έφερε τον Βλάσση Μπονάτσο από τις ΗΠΑ στην Αθήνα για να συμμετάσχει στην οντισιόν για το μιούζικαλ «Εβίτα», το οποίο ανέβαζε εκείνη την εποχή η Αλίκη Βουγιουκλάκη στο θέατρο Αλίκη και που έμελλε να είναι η αρχή της ένταξης του (του μπουκαρίσματός του όπως ενδεχομένως θα έλεγε ο ίδιος) στο εγχώριο καλλιτεχνικό στερέωμα, σε ένα star system που άλλαξε και διαμορφώθηκε και το ίδιο κάτω από το ειδικό βάρος της δικής του προσωπικότητας.
Αυτόνομος, ανεξάρτητος, κινηματογραφικός, εναλλακτικός, αστείος, αληθινός. Όλα τα στοιχεία που κάνει τους σταρ να ξεχωρίζουν τα κουβαλούσε –χωρίς καν να το κάνει θέμα, χωρίς καν ίσως να το νιώθει ο ίδιος.
Φυσικά, ο Βλάσσης πήρε τον ρόλο στην «Εβίτα» και έγινε ο μοναδικός Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη είχε πει σε συνέντευξη της ότι εκείνη τη χρονιά ήταν η μοναδική φορά που κάποιος συμπρωταγωνιστής της απέσπασε πιο δυνατό χειροκρότημα από την ίδια. Όταν τη ρώτησαν αν αυτό την είχε ενοχλήσει εκείνη απάντησε πως δεν την ένοιαξε καθόλου γιατί χαιρόταν πάρα πολύ κάθε φορά που άτομα από τον θίασο της ξεχώριζαν και πήγαιναν καλά. Και ο Βλάσσης το άξιζε.
Από την άλλη, ίσως η Αλίκη να μην ερωτεύτηκε τον Μπονάτσο τη στιγμή που άκουσε εκείνο το εκκωφαντικό χειροκρότημα στην «Εβίτα», όπως έχουν υποστηρίξει αρκετοί. Ίσως, ήδη να είχε αρχίσει να ερωτεύεται τη γοητευτική θύελλα που τον ακολουθούσε παντού, τη βροντερή, βραχνή φωνή του, τα αστεία που πάντα ακροβατούσαν ανάμεσα στο κομπλιμέντο και στην απόρριψη. Σαν να φώτιζε πάντα το φευγαλέο της ύπαρξης, σαν να γνώριζε.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 δεν υπήρχε άνθρωπος στην Ελλάδα που να μην τον ξέρει. Στους θρυλικούς Απαράδεκτους του Mega υποδύθηκε απλώς τον εαυτό του. Και ήταν αρκετό. Κάτι παραπάνω από αρκετό. Δεν είναι τυχαίο, που ακόμα και σήμερα, στις επαναλήψεις των Απαράδεκτων, ο Βλάσσης κάνει γκελ στους Zoomers σαν ένας δικός τους –δεν το λες και λίγο.
Μετά ήρθε η παρουσίαση τηλεπαιχνιδιών, όπου ο Βλάσσης έδειξε το μέγεθος της ιδιοσυγκρασίας του σπάζοντας το καλούπι πίσω του. Ακολούθησε ο γάμος του με την Μάρθα Κουτουμάνου και η γέννηση της κόρης τους Ζένια –μία φτυστή μικρογραφία του Βλάσση.
«Δεν είναι ίδια ο Βλάσσης στα μάτια;» ρωτάει η Μάρθα Κουτουμάνου τον Σάκη Ρουβά στο αφιέρωμα που είχε κάνει για τον Μπονάτσο, στην εκπομπή Idols του Σκάι, το 2021.