Σε μια πρόσφατη συνέντευξη προχώρησε ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, όπου μεταξύ άλλων αποκάλυψε πότε θα ξεκινήσει ο δεύτερος κύκλος του Mestro.
«Δεν περίμενα ότι θα γίνουν όλα αυτά που γίνονται. Σε όλες τις δουλειές μου αλλά ειδικά σε αυτήν νομίζω ότι εισακούστηκαν πολλές προσευχές μου», δήλωσε αρχικά για
«Καθόλου δεν ψωνίστηκα για το Netflix. Αγχώθηκα για αυτά που γράφω τώρα, ξέροντας ότι θα το δουν και πιο πολλά μάτια», σημείωσε.
«Το έγραψα στην καραντίνα. Μόνο τον Φάνη τον είχα γράψει εξαρχής για τον Φάνη. Και τη φωνή της Μαρίας, οπότε έγραψα και τη Μαρία. Έγραψα τους ρόλους και τους ήρωες και μετά επέλεξα τους άλλους», ανέφερε ο σκηνοθέτης και ηθοποιός.
«Η Μαρία Καβογιάννη είναι μία σπουδαία ηθοποιός, στο μοντάζ τη χαζεύω. Μπορεί να είναι σε έναν διαφορετικό κόσμο και με το ”πάμε” μεταμορφώνεται», τόνισε.
Σε ό,τι αφορά τη διαφορά της ηλικίας των πρωταγωνιστών και των σχολίων που ακούστηκαν, είπε: «Δεν έγινε ποτέ κανένα μεγάλο θέμα, ήμουν πολύ συγκεκριμένος και ξεκάθαρος ότι δεν υπάρχει τίποτα κακοποιητικό από εκεί και πέρα ήμουν οκ. Δεν ήταν δάσκαλος, ήταν μουσικός».
«Η σχέση των δύο είναι μία αγνή σχέση και αν δεις τη σχέση τους δεν είναι κάτι ξένο ανάμεσά τους».
Στη συνέχεια, παραδέχτηκε ότι η προσωπική του ζωή πήγε πίσω λόγω της δουλειάς του αλλά ήταν κάτι που επέλεξε γιατί τον έκανε ευτυχισμένο. «Αισθανόμουν τόσο πλήρης, που δεν έψαξα κάτι διαφορετικό. Ασυζητητί το να έχεις έναν άνθρωπο πλάι σου είναι ιερό και σημαντικό».
«Δεν είναι αυτοσκοπός να πεις στην ιστορία κάτι ακραίο. Το ακραίο είναι ένα όχημα, προκειμένου να αφηγηθείς κάποια πράγματα, να γυρίσεις το κεφάλι του θεατή».
«Έτσι χρησιμοποίησα αυτό το ακραίο μοντέλο του Γιάννη Τσορτέκη και πάρα πολλές φορές στο γύρισμα έλεγα: τι έχω γράψει Χριστέ μου, τι είναι αυτά τα πράγματα, τι θα δει ο κόσμος;», ανέφερε.
«Κάναμε γύρισμα και την ώρα αυτής της βίαιης σκηνής, που υπήρχε αυτό το μούδιασμα ακόμη και σε μένα, καθόμουν στο μόνιτορ και ξαφνικά γίνεται μία παύση. Και ακούγεται κάποιος από το συνεργείο και λέει: εμάς Παπακαλιάτη μας είπαν να ‘ρθουμε να γυρίσουμε, ρε παιδιά, κι εδώ γυρνάμε Οικονομίδη».