Υπολογίζεται ότι η μέση επιβάρυνση των νοικοκυριών, μόνο από τις αυξήσεις στην ενέργεια, στα ενοίκια και σε βασικά είδη τροφίμων – έξοδα που θεωρούνται πάγια – αυξάνεται από περίπου 59 ευρώ έως 166 ευρώ τον μήνα!

Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση απλά υπόσχεται με τον Α.Γεωργιάδη να εκτιμά πως σε λίγους μήνες η κατάσταση θα αρχίσει να εξομαλύνεται ενώ ζήτησε από εκπροσώπους των σουπερμάρκετ να… βάλουν πλάτη.

Από τους υπολογισμούς που πραγματοποίησε κυριακάτικη εφημερίδα αποκαλύπτεται η μεγάλη επιβάρυνση στα καθαρά εισοδήματα, τις οποίες αποδοχές στραγγάλιζαν – και προ των ανατιμήσεων – οι φουσκωμένοι λογαριασμοί, τα υψηλά ενοίκια και οι φόροι (έμμεσοι, άμεσοι).

Η διάρκεια της ενεργειακής κρίσης αποτελεί για τα νοικοκυριά ακόμα μία πηγή αβεβαιότητας και ανησυχίας, δεδομένου ότι οι μισθοί έχουν μείνει καθηλωμένοι τα τελευταία χρόνια και τα έξοδα αυξάνονται.

Δυσβάσταχτο είναι και το κόστος στέγης – με τα ενοίκια να έχουν σημειώσει μέση αύξηση 23,8% από το 2007 – ενώ και οι έμμεσοι και άμεσοι φόροι αποτελούν πρόσθετο «βαρίδι» για την τσέπη των καταναλωτών. Είναι ενδεικτικό ότι τα συνολικά έσοδα από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε ενεργειακά προϊόντα στην Ελλάδα έφτασαν τα 4,28 δισ. ευρώ το 2019, όταν το 2008 ήταν στα περίπου 2,8 δισ. ευρώ.

Ασήκωτο βάρος από φόρους, ενοίκια, προϊόντα

Ανατιμήσεις που κυμαίνονται μεταξύ 5% και 15% εκτιμάται πως θα περάσουν σε βασικά προϊόντα το επόμενο διάστημα. Μόνο τον Σεπτέμβριο ο πληθωρισμός σημείωσε άνοδο 2,2% με τις αυξήσεις να αποτελούν απόρροια του «ράλι» των τιμών σε φυσικό αέριο, πετρέλαιο θέρμανσης και βενζίνη. Και όλα αυτά, όταν σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) το 2020 – τα ετησια εισοδήματα ενός μισθωτού στη χώρα μας ήταν 15.763 ευρώ (μέσος μισθός μετά φόρων).

Την ίδια στιγμή, έτοιμες να προχωρήσουν σε νέο γύρο ανατιμήσεων δηλώνουν αρκετές επιχειρήσεις, υποστηρίζοντας πως αδυνατούν πλέον να συγκρατήσουν το επιπλέον κόστος στην παραγωγική διαδικασία που φέρνει ο εισαγόμενος πληθωρισμός.

Ενδεικτική του «αναβρασμού» που επικρατεί στην αγορά είναι πρόσφατη έρευνα του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας, σύμφωνα με την οποία οι μισές επιχειρήσεις εκτιμούν ότι θα υπάρξει αύξηση των τιμών/υπηρεσιών τους κατά περίπου 10% ενώ ποσοστό 15% εκτιμούν ότι η αύξηση θα ξεπεράσει ακόμη και το 30%(!) λόγω των ανατιμήσεων στην ενέργεια. Δυσβάσταχτο είναι το κόστος στέγης – με τα ενοίκια να έχουν σημειώσει μέση αύξηση 23,8% από το 2007 (Πανελλαδικό Δίκτυο E-Real Estates).

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat το 2019, το 13,7% των ιδιοκτητών ακινήτων της χώρα μας με δανεισμό, δαπανούν άνω του 50% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για την κάλυψη του κόστους στέγασης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ιδιοκτητών χωρίς δανεισμό αγγίζει το 15,6%. Και όλα αυτά, τη στιγμή που ο μέσος έλληνας φορολογούμενος καλείται να σηκώσει αρκετά υψηλό φορολογικό και ασφαλιστικό βάρος, παρά τις μειώσεις που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία του ΚΕΦιΜ, σύμφωνα με τα οποία ο μέσος Ελληνας εργάζεται 75 ημέρες για να πληρώσει τους έμμεσους φόρους, 60 ημέρες για τις ασφαλιστικές εισφορές, 43 ημέρες για τους άμεσους φόρους και 1 ημέρα για τους φόρους κεφαλαίου. Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με έρευνα του ΙΟΒΕ για τον τομέα ενέργειας στην Ελλάδα (Απρίλιος 2021) τα συνολικά έσοδα από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε ενεργειακά προϊόντα έφθασαν τα 4,28 δισ. ευρώ το 2019, όταν το 2008 ήταν περίπου 2,8 δισ. ευρώ. Ενδεικτικής της βαρύτητας που έχουν οι φόροι στην ενέργεια για τα κρατικά έσοδα.