Αντιμέτωπη με κατασχέσεις των περιουσιακών της στοιχείων –όσων και εάν έχουν απομείνει– βρίσκεται πλέον η αλλαντοβιομηχανία ΒΙΚΗ, ενώ «στον δρόμο» μένουν οι 191 εργαζόμενοι αυτής.
Χθες οι ιδιοκτήτες της παραιτήθηκαν από την αίτηση πτώχευσης που είχαν υποβάλει τον περασμένο Μάιο και με την οποία είχαν διασφαλίσει προστασία από τους πιστωτές τους, τουλάχιστον μέχρι αύριο, οπότε επρόκειτο να εκδικασθεί η συγκεκριμένη υπόθεση.
Οι τράπεζες, πάντως, που αποτελούν τους κύριους πιστωτές της εταιρείας, δεν αναμένεται να προχωρήσουν τελικά σε αίτηση υπαγωγής της εταιρείας σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης, όπως σχεδιαζόταν μέχρι και πριν από λίγες ημέρες. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, φέρεται να διατυπώθηκαν επιφυλάξεις από μερίδα των πιστωτών σχετικά με το κόστος της τοποθέτησης διαχειριστή στην εταιρεία.
Επειτα από αυτή την εξέλιξη, η οποία φαίνεται να βάζει οριστικά τίτλους τέλους στην ηπειρώτικη αλλαντοβιομηχανία, αυτό που απομένει στους πιστωτές – τράπεζες, προμηθευτές, Δημόσιο, αλλά και εργαζομένους– είναι να προχωρήσουν στην έκδοση διαταγών πληρωμής. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ότι όλο αυτό το διάστημα η εταιρεία, σύμφωνα με πηγές που έχουν γνώση της υπόθεσης, φέρεται να έχει προχωρήσει στην πώληση εξοπλισμού, καθώς και στη μεταβίβαση εμπορικών σημάτων.
Σε συνέντευξη, άλλωστε, του προέδρου και της γενικής γραμματέως του Σωματείου Εργατοϋπαλλήλων της ΒΙΚΗ (η οποία έχει δημοσιευθεί στις 21/9/2018 στην ιστοσελίδα Rproject που πρόσκειται στη Λαϊκή Ενότητα) αναφέρεται, μεταξύ άλλων: «Το εργοστάσιο αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε πλήρη διάλυση. Επειτα από τέσσερις μήνες εγκατάλειψης, με πολλά μηχανήματα να έχουν πουληθεί, καλείται ο νέος επενδυτής, που ίσως προκύψει, να ξαναστήσει την παραγωγή από την αρχή».
Εάν, πάντως, ισχύουν τα παραπάνω, τότε οι ιδιοκτήτες της ΒΙΚΗ αντιμετωπίζουν, όπως επισημαίνουν στην «Κ» νομικοί κύκλοι, τον κίνδυνο να κατηγορηθούν για κακουργηματική υπεξαίρεση. Ο λόγος; Για τμήμα των δανείων που είχαν χορηγηθεί από την ATEbank είχε ενεχυριασθεί ο μηχανολογικός εξοπλισμός της αλλαντοβιομηχανίας.