Τέλος εποχής για την ιστορική βιομηχανία της Χαλυβουργικής. Έπειτα από 93 χρόνια λειτουργίας τα μεσάνυχτα της περασμένης Δευτέρας τέθηκε εκτός ηλεκτροδότησης εξαιτίας της αδυναμίας να βρεθεί λύση ώστε να καλύψει τα χρέη της προς τη ΔΕΗ, ύψους 32 εκατ. ευρώ.
Η Χαλυβουργική τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε σημαντικά προβλήματα τα οποία άρχισαν να εμφανίζονται και κορυφώθηκαν στο διάστημα της οικονομικής κρίσης, ενώ οι ενδοοικογενειακές και δικαστικές διαφορές της οικογένειας Αγγελόπουλου, του Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου και των γιων του Παναγιώτη και Γιώργου, επιδείνωσαν την κατάσταση.
Οι διακόπτες «έκλεισαν» μετά και την αποτυχία της «τελευταίας ευκαιρίας» που είχε δοθεί στη διοίκηση της εταιρείας για την εξεύρεση λύσης ώστε η Χαλυβουργική να συνεχίσει να προμηθεύεται ρεύμα από τη ΔΕΗ. Τα τελευταία χρόνια άλλωστε αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα ρευστότητας που είχαν ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση του προσωπικού της.
Μια ιστορία 93 χρόνων
Η Χαλυβουργική είναι η ιστορικότερη ελληνική χαλυβουργία. Το βιβλίο της ιστορίας της άνοιξε το 1925, όταν οι ιδρυτές της Θεόδωρος Αγγελόπουλος και τα παιδιά του Δημήτρης, Παναγιώτης και Γιάννης, ξεκίνησαν να ασκούν εμπόριο ειδών σιδήρου με τον μεγαλύτερο αδελφό της οικογένειας, Αγγελο, να ακολουθεί και πανεπιστημιακή σταδιοδρομία ως καθηγητής των οικονομικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αργότερα ως μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Λίγα χρόνια αργότερα η οικογένεια έκανε ένα μεγάλο βήμα μπαίνοντας στον τομέα της μεταποίησης και το 1932 δημιούργησε ένα εργοστάσιο παραγωγής ειδών συρματουργίας, στην οδό Πειραιώς 197, με την επωνυμία Ελληνικά Συρματουργεία Θ. Α. Αγγελόπουλος & Υιοί.
Τα σύρματα που παρήγαγε αποτελούσαν την πρώτη ύλη για να παραχθούν την εποχή εκείνη γαλβανισμένα συρματοπλέγματα, καρφιά και πεταλόκαρφα. Η δραστηριότητα αυτή συνεχίζεται μέχρι το 1938, όταν εγκαθίστανται μικροί ηλεκτρικοί κλίβανοι των 6-8 τόνων οι οποίοι παράγουν χάλυβα, ο οποίος στη συνέχεια διαμορφώνεται στις τότε εγκαταστάσεις ελάστρων σε χάλυβα οπλισμού σκυροδέματος.
Η εταιρεία σταματά τη λειτουργία της με τον πόλεμο και την Κατοχή, ενώ μετά την απελευθέρωση αρχίζει η νέα πλέον επιχειρηματική δραστηριοποίηση της οικογένειας Αγγελόπουλου με τη σύσταση Ανωνύμου Εταιρείας, η οποία είναι από τότε γνωστή ως Χαλυβουργική ΑΕ. Το 1951 οι δραστηριότητες μεταφέρονται στην Ελευσίνα.
Στη μεταπολεμική Ελλάδα όμως και προς το τέλος της δεκαετίας του «50 οι απαιτήσεις της αγοράς σε χάλυβα αυξάνονται με την εντατική ανοικοδόμηση της χώρας. Τότε λαμβάνεται η απόφαση για καθετοποίηση της παραγωγής και το 1961 θεμελιώνεται η πρώτη υψικάμινος στην Ελλάδα.
Το καλοκαίρι του 1963 αρχίζει η παραγωγή χυτοσιδήρου και χάλυβα από σιδηρομετάλλευμα, ενώ στα χρόνια που ακολουθούν έως και το 1975 η δυναμικότητα της εταιρείας ξεπερνά το 1 εκατομμύριο τόνους χυτοσιδήρου τον χρόνο. Τις δύο επόμενες δεκαετίες γίνονται σημαντικές επενδύσεις. Τα προϊόντα της εταιρείας ταξιδεύουν σε διάφορες χώρες από τη γειτονική Ιταλία έως τη μακρινή Ιαπωνία.
Το 2001 ξεκινά επενδυτικό πρόγραμμα ριζικού εκσυγχρονισμού των παραγωγικών μονάδων της, ύψους 250 εκατ. ευρώ που ολοκληρώθηκε το 2006. Ωστόσο η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών, σε συνδυασμό με την οικογενειακή διαμάχη, οδήγησαν την ιστορική βιομηχανία σε αδιέξοδο, με συσσωρευμένες οφειλές προς τις τράπεζες ύψους περίπου 408 εκατ. ευρώ και προς τη ΔΕΗ ύψους 31,5 εκατ. ευρώ.
Αποτέλεσμα να κατεβούν οι διακόπτες την προηγούμενη Δευτέρα και 170 εργαζόμενοι να αγωνιούν για το εάν θα υπάρξει επόμενη ημέρα, αν και οι αδελφοί Αγγελόπουλοι δηλώνουν σε ανακοίνωσή τους ότι «τα αναγκαία κεφάλαια υπάρχουν για τη διάσωση και επανεκκίνηση της ιστορικής βιομηχανίας».