Σημαντική επίπτωση θα έχει στις ελληνικές εξαγωγές η επιδείνωση των συνθηκών στην τουρκική οικονομία καθώς η Τουρκιά είναι ένας από τους πιο σημαντικούς εμπορικούς εταίρους της Ελλάδος.
Σύμφωνα με ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος η επιβράδυνση της τουρκικής οικονομίας το 2018 και η οποία θα ενταθεί το 2019 αναμένεται να έχει αρνητική επίδραση στις ελληνικές εξαγωγές προς την Τουρκία, μειώνοντας τις σχετικές εισπράξεις κατά 19,8% στο δεύτερο εξάμηνο του 2018, ενώ για τα έτη 2019 και 2020 η αρνητική επίδραση στις ελληνικές εξαγωγές αγαθών αναμένεται να είναι 20,6% (από 2,5 δισεκ. ευρώ σε 1,9 δισεκ. ευρώ) και 19,1% (από 3,0 δισεκ. ευρώ σε 2,4 δισεκ. ευρώ).
Τα τελευταία χρόνια, επισημαίνεται στην ανάλυση της ΤτΕ, ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης της Τουρκίας έχει οδηγήσει σε σημαντική υπερθέρμανση της οικονομίας, με αποτέλεσμα να έχουν δημιουργηθεί εσωτερικές και εξωτερικές ανισορροπίες, όπως, μεταξύ άλλων, υψηλός πληθωρισμός, ελλείμματα στον εξωτερικό τομέα και αύξηση του εξωτερικού χρέους. Το 2018 το πρόβλημα επιτάθηκε περαιτέρω από τη μη έγκαιρη αύξηση του βασικού επιτοκίου της κεντρικής τράπεζας και οδήγησε σε εκτόξευση του πληθωρισμού, ενίσχυση των εκροών κεφαλαίων και ραγδαία υποτίμηση της τουρκικής λίρας, η οποία, σε συνδυασμό με τη γενικότερη ανατίμηση του δολαρίου ΗΠΑ, δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στην αναχρηματοδότηση του εξωτερικού χρέους και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των δανείων σε ξένο νόμισμα.
Η αυξημένη αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει πλέον την τουρκική οικονομία υποσκάπτει τις προοπτικές ανάπτυξής της. Σύμφωνα με πρόσφατες προβλέψεις, αναμένεται επιβράδυνση της οικονομίας το 2018, η οποία θα ενταθεί το 2019, ενώ είναι πιθανόν η κάμψη του ρυθμού ανάπτυξης να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια.
Η ΤτΕ επισημαίνει ότι οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία μπορεί έως ένα βαθμό να υποεκτιμώνται, δεδομένου ότι η ανάλυση δεν λαμβάνει υπόψη την πιθανή δυσμενή επίδραση της παρατεταμένης υποτίμησης της τουρκικής λίρας στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών αγαθών προς τρίτες χώρες έναντι των αντίστοιχων τουρκικών. Επίσης, όσον αφορά τον τουρισμό, εάν ληφθεί υπόψη ότι και οι δύο χώρες προσελκύουν σημαντικό αριθμό ταξιδιωτών από τις ίδιες αγορές (π.χ. Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ρωσία), η έντονη υποτίμηση της τουρκικής λίρας ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στις εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες λόγω του ανταγωνισμού τιμών στις συγκεκριμένες αγορές. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τυχόν παρατεταμένη επιβράδυνση της τουρκικής οικονομίας θα επιτείνει περαιτέρω τις δυσμενείς επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία, ενώ ενδέχεται να προκαλέσει κλίμα αβεβαιότητας στην ευρύτερη περιοχή.
Οι εμπορικές συναλλαγές Ελλάδας – Τουρκίας
Η σημασία της Τουρκίας ως εμπορικού εταίρου της Ελλάδος συνδέεται κυρίως με τις εξαγωγές αγαθών προς τη γειτονική χώρα, το μερίδιο των οποίων στο σύνολο των ελληνικών εξαγωγών διαμορφώθηκε σε 6,2% κατά μέσο όρο την τριετία 2015-2017. Μολονότι η Τουρκία ανήκει στους κορυφαίους προορισμούς των ελληνικών εξαγόμενων αγαθών (Διάγραμμα Α), δεν είναι εξίσου σημαντική ως προμηθευτής, δεδομένου ότι οι εισαγωγές αγαθών από την Τουρκία δεν ξεπερνούν το 3% του συνόλου των ελληνικών εισαγωγών.
Ταυτόχρονα, το εμπόριο υπηρεσιών μεταξύ των δύο χωρών είναι περιορισμένο, αφού τα μερίδια της Τουρκίας τόσο στο σύνολο των εισπράξεων όσο και των πληρωμών από υπηρεσίες κυμαίνονται γύρω στο 2% των αντίστοιχων συνολικών μεγεθών. Ειδικότερα, τα 3/4 των εισπράξεων από την Τουρκία αντιπροσωπεύουν ταξιδιωτικές υπηρεσίες, ενώ στις αντίστοιχες πληρωμές οι ταξιδιωτικές και οι μεταφορικές υπηρεσίες έχουν σχεδόν την ίδια βαρύτητα.
Το Διάγραμμα Β παρουσιάζει τη σύνθεση των εξαγωγών αγαθών προς την Τουρκία, όπου είναι προφανής η επικράτηση των εξαγωγών καυσίμων (κυρίως πετρελαιοειδών). Οι εν λόγω εξαγωγές αυξήθηκαν ως ποσοστό του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών κατά την περίοδο 2011-2014, όχι μόνο λόγω ανόδου της τιμής του πετρελαίου στη διεθνή αγορά, αλλά και λόγω της αύξησης του όγκου των εξαγωγών. Η εξέλιξη αυτή σηματοδότησε μια αξιοπρόσεκτη αναδιάρθρωση του εμπορίου αγαθών μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος, καθώς η Ελλάδα έγινε ένας από τους κυριότερους προμηθευτές καυσίμων της Τουρκίας. Εκτός από τα καύσιμα, μεγάλο μέρος των ελληνικών εξαγωγών καταλαμβάνουν το βαμβάκι ως πρώτη ύλη και διάφορα προϊόντα μεταποίησης. Όσον αφορά τη σύνθεση των εισαγωγών αγαθών της Ελλάδος από την Τουρκία, τα 2/3 περίπου αντιπροσωπεύουν προϊόντα μεταποίησης εκτός καυσίμων, φυσικό αέριο και, από τον κλάδο των τροφίμων, προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας.
Αναφορικά με τo εμπόριο υπηρεσιών, την περίοδο 2015-2017 οι εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες ανήλθαν, όπως προαναφέρθηκε, σε περίπου 75% των συνολικών εισπράξεων από την παροχή υπηρεσιών προς την Τουρκία, ενώ οι εισπράξεις από υπηρεσίες μεταφορών σε 17% (βλ. Διάγραμμα Γ). Αν και το μερίδιο των ταξιδιωτικών εισπράξεων από την Τουρκία ανέρχεται μόλις σε 2,6% των συνολικών ταξιδιωτικών εισπράξεων, σε δύο περιφέρειες της χώρας (Ανατολική Μακεδονία-Θράκη και Βόρειο Αιγαίο) οι ταξιδιωτικές εισπράξεις από την Τουρκία ανήλθαν την περίοδο 2016-2017 σε 32% και 23% των αντίστοιχων συνολικών ταξιδιωτικών εισπράξεων.
Οι πληρωμές προς την Τουρκία αφορούν κυρίως ταξιδιωτικές και μεταφορικές υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, η Τουρκία κατέχει την έκτη θέση στην κατάταξη των χωρών προορισμού των ελληνικών πληρωμών ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Συνολικά, από το 2010 το ισοζύγιο του διμερούς εμπορίου υπηρεσιών Ελλάδος-Τουρκίας είναι πλεονασματικό και ανέρχεται ―κατά μέσο όρο― σε άνω των 200 εκατ. ευρώ ετησίως, το οποίο όμως αντιπροσωπεύει μόλις το 1,4% του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών της Ελλάδος.
Τέλος, σε ό,τι αφορά την επενδυτική παρουσία της Τουρκίας στην Ελλάδα και αντιστρόφως, η κίνηση κεφαλαίων για άμεσες επενδύσεις εκατέρωθεν εμφανίζεται περιορισμένη. Μετά την πώληση της συμμετοχής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος στη Finansbank το 2016, δεν έχουν καταγραφεί σημαντικές επενδυτικές κινήσεις από καμία πλευρά.