Οικονομική αβεβαιότητα, γραφειοκρατία και έλλειψη χρηματοδότησης επηρεάζουν αρνητικά τους Έλληνες επιχειρηματίες, σύμφωνα με τη νέα έρευνα International Business Report (IBR) της Grant Thornton. Η μελέτη κατέδειξε πως οι επιχειρηματίες της χώρας μας παραμένουν απαισιόδοξοι για τέταρτο συναπτό έτος.
Συγκεκριμένα, η Ελλάδα με ποσοστό 28% στο δεύτερο τρίμηνο κατατάσσεται ως ο απόλυτος ουραγός στην αισιοδοξία των επιχειρηματιών παγκοσμίως.
Αναλυτικότερα, όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, το ποσοστό αισιοδοξίας στο δεύτερο τρίμηνο του 2018 διολίσθησε δραματικά, παρά το γεγονός ότι στο προηγούμενο τρίμηνο του έτους η αισιοδοξία φαίνονταν να ανακάμπτει. Ως σημαντικότερους παράγοντες της απαισιοδοξίας τους, οι Έλληνες επιχειρηματίες αναφέρουν την οικονομική αβεβαιότητα (84%), τους κανονισμούς και τη γραφειοκρατία (66%) και την έλλειψη χρηματοδότησης (40%).
Σημειώνεται ότι στην παγκόσμια κατάταξη η Ελλάδα βρίσκεται τελευταία, πίσω από την Τουρκία, την Αργεντινή, την Ιταλία, την Ιρλανδία αλλά και τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία αντιμετωπίζει την αβεβαιότητα του Brexit. Στον αντίποδα, η αισιοδοξία των Ισπανών επιχειρηματιών κατατάσσεται δωδέκατη ανάμεσα σε 35 χώρες.
Οι αναπτυξιακές πρωτοβουλίες που σχεδιάζουν να λάβουν οι επιχειρηματίες στην Ελλάδα, μέσα στους επόμενους 12 μήνες, περιλαμβάνουν τη βελτίωση των πωλήσεων (72%), την ενίσχυση της παραγωγικότητας (56%), την αύξηση των επενδύσεων στο marketing (38%) και την ανάπτυξη νέων προϊόντων/υπηρεσιών (28%). Επιπλέον μια σημαντική μερίδα επιχειρηματιών σκέφτεται να επεκτείνει την δραστηριότητά του τόσο στο εξωτερικό (26%), όσο και στο εσωτερικό (24%). Τελευταίες στα μελλοντικά σχέδια των Ελλήνων επιχειρηματιών βρίσκονται οι προσλήψεις νέων ταλέντων (22%) και η πρόσβαση σε νέες μορφές χρηματοδότησης (16%).
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, μετά από μια περίοδο αυξημένης αισιοδοξίας και δυναμικής οικονομικής ανάπτυξης, οι προβλέψεις για τις επιχειρήσεις το 2019 είναι σαφώς πιο επιφυλακτικές λόγω της διολίσθησης του παγκόσμιου κύκλου οικονομικής δραστηριότητας και της διάχυτης πολιτικής αβεβαιότητας.
Αναλυτικότερα, η παγκόσμια αισιοδοξία βρίσκεται στο 39%, σημειώνοντας σημαντική πτώση κατά 15% από το 54% που είχε παρουσιάσει στο δεύτερο τρίμηνο του 2018. Πρόκειται για το χαμηλότερο ποσοστό από το τέταρτο τρίμηνο του 2016.
Παράλληλα σημειώνεται ότι η αβεβαιότητα, η οποία διαμορφώνεται στο 50%, είναι ο σημαντικότερος κίνδυνος που ελλοχεύει στο οικονομικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις.
Η αύξηση της οικονομικής αβεβαιότητας κατά 22% από το δεύτερο τρίμηνο του 2018 αποδίδεται στη γεωπολιτική ένταση που επέφερε ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, αλλά και στην άνοδο του λαϊκισμού σε μεγάλες οικονομίες του δυτικού κόσμου, όπως η Ιταλία και η Ισπανία.
Ο δείκτης ευρωπαϊκού συναισθήματος μειώνεται κατά 18% και διαμορφώνεται στο 28% από το δεύτερο τρίμηνο του 2018, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο η αισιοδοξία καταβαραθρώνεται στο 9% με το Brexit να επισκιάζει τις οικονομικές εξελίξεις. Επιπλέον οι προσδοκίες για τα έσοδα παρουσιάζουν απότομη πτώση στο 41%, ενώ οι προσδοκίες για την κερδοφορία κατέγραψαν μείωση της τάξης του 9% και διαμορφώθηκαν στο 39%.
Ωστόσο, παρά την αυξημένη αβεβαιότητα οι επιχειρήσεις εμφανίζονται αισιόδοξες για το μέλλον σε ποσοστό μεγαλύτερο του 60%. Αυτό φαίνεται στις εξαγωγές όπου μόνο το 11% των επιχειρήσεων προσδοκά μείωση. Επιπρόσθετα το 84% των επιχειρήσεων παγκοσμίως προσδοκά είτε ότι τα έσοδά θα παραμείνουν στα ίδια επίπεδα, είτε ότι θα αυξηθούν.
Παρά τις δυσοίωνες παγκόσμιες προβλέψεις και την επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ σε πολλές προηγμένες οικονομίες, οι ευρύτερες περιοχές της Ασίας-Ειρηνικού και της Λατινικής Αμερικής κατάφεραν να υπερκεράσουν την διάχυτη ματαιοδοξία. Για παράδειγμα στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού η αισιοδοξία βρίσκεται στο 57%, ποσοστό που αντιπροσωπεύει την οικονομική ολοκλήρωση της περιοχής, τη συνεργασία μεταξύ των χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας και τη μείωση της εμπορικής εξάρτησης από την Κίνα.
Παραδοσιακά, σε περιόδους οικονομικής αβεβαιότητας οι πρόσθετες δαπάνες και οι επενδύσεις φαντάζουν παράλογες για πολλές επιχειρήσεις. Σε τέτοιου είδους περιόδους συνήθως οι επιχειρήσεις επιλέγουν να ενισχύσουν τις υπάρχουσες δραστηριότητές τους και να μειώσουν ή να διακόψουν τις περαιτέρω επενδύσεις. Ωστόσο, οι επενδύσεις σε δεξιότητες και υποδομές σε μια τέτοια περίοδο μπορούν να βελτιώσουν την κερδοφορία των επιχειρήσεων και να αποφέρουν οφέλη όταν η οικονομία επιστρέψει σε φυσιολογικούς ρυθμούς.