Η άνοδος και στους δύο τύπους πετρελαίου έφτασε πέριξ του 15% μετά τον βομβαρδισμό ων πετρελαϊκών εγκαταστάσεων της Σαουδικής Αραβίας. Το συμβόλαιο του αργού παραδόσεως Οκτωβρίου κέρδιζε αργά το βράδυ 8,10 δολ. ή 14,75% στα 62,85 δολ. το βαρέλι στο χρηματιστήριο Εμπορευμάτων της Νέας Υόρκης. Αυτό είναι το μεγαλύτερο άλμα για τις τιμές από το Φεβρουάριο του 2016.
Παράλληλα, το Βrent Νοεμβρίου είχε άνοδο 15,2% στα 69,13 δολ. το βαρέλι στο ICE του Λονδίνου, εμφανίζοντας τα υψηλότερα ημερήσια κέρδη από τις 11 Δεκεμβρίου του 2008.
Στην εκκίνηση των συναλλαγών βρέθηκε, σύμφωνα με το Bloomberg, να ενισχύεται σχεδόν 20%, το υψηλότερο ποσοστό σε διάστημα 28 ετών, φτάνοντας τα 72 δολ. το βαρέλι.
Τα σενάρια για το πετρέλαιο
Μετά τις εξελίξεις αυτές τα σενάρια δίνουν και παίρνουν με τους αναλυτές να κάνουν ασκήσεις επί χάρτου. Σύμφωνα με την Capital Economics, αν αποδειχθεί προσωρινή και προληπτικού κυρίως χαρακτήρα η διακοπή της παραγωγής και να επανέλθουμε σύντομα σε κανονικούς ρυθμούς.
Σε αυτή την περίπτωση η τιμή του Brent θα υποχωρήσει προς τον προηγούμενο στόχο των αναλυτών, ήτοι στα 60 δολάρια το βαρέλι για το 2019 και στα 65 δολάρια για το 2020.
Το δεύτερο σενάριο προβλέπει μια πιο εκτεταμένη διακοπή στην παραγωγή και αυξημένες ανησυχίες για νέες επιθέσεις, με αποτέλεσμα η τιμή του Brent να εκτινάσσεται στα 65 δολάρια το βαρέλι έως το τέλος του 2019.
Το τρίτο και πιο καταστροφικό σενάριο είναι να έχουμε μία γενικευμένη σύρραξη μεταξύ ΗΠΑ-Ιράν που θα οδηγούσε σε τρομακτική άνοδο τις τιμές του πετρελαίου έως τα 150 δολάρια το βαρέλι. Ακόμη όμως και σε αυτό το σενάριο η Capital Economics βλέπει πτώση στη συνέχεια των τιμών που έχει το πετρέλαιο στα 80 δολάρια το 2020 και στα 60 δολάρια το 2021.
Η αυριανή ημέρα θα είναι καθοριστική αφού θα δείξει αν η κατάσταση έχει εκτονωθεί ή η αναταραχή δεν έχει τελειώσει ακόμη.
Η μεγάλη άνοδος των τιμών έρχεται στον απόηχο των επιθέσεων του Σαββάτου από drones σε δύο εργοστάσια της σαουδαραβικής πετρελαϊκής εταιρείας Aramco στις επαρχίες Αμπκάικ και Χουράις, οι οποίες εκτιμάται ότι έθεσαν εκτός παραγωγής 5,7 εκατομμύρια βαρέλια από την ημερήσια παραγωγή του βασιλείου -ποσότητα που αντιστοιχεί στο 5% της ημερήσιας παραγωγής πετρελαίου.
Η Wall Street Journal, επικαλούμενη αξιωματούχους της Σαουδικής Αραβίας, ανέφερε ότι το ένα τρίτο της παραγωγής θα αποκατασταθεί τη Δευτέρα (χθες δηλαδή), αλλά η πλήρης επαναφορά σε κανονικά επίπεδα μπορεί να διαρκέσει εβδομάδες.
Όπως όμως έχουν τονίσει οι ηγέτες σε Ουάσινγκτον και Τεχεράνη, οι δυο χώρες εξακολουθούν να βλέπουν επιφυλακτικά έναν κοστοβόρο πόλεμο. Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει πολλούς υποστηρικτές στην Ουάσινγκτον, ιδιαίτερα στο Πεντάγωνο, που θα προτιμούσαν να αποφύγουν έναν πόλεμο και να επικεντρώσουν την προσοχή και τους πόρους της χώρας στον συνεχιζόμενο ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων με τη Ρωσία και την Κίνα.
Εν τω μεταξύ, η Τεχεράνη δεν θα πρέπει να αναμένεται πως θα δει υποτιμητικά μια δυνητική σύγκρουση με την Ουάσινγκτον, ιδιαίτερα δεδομένης της εξαιρετικά δυσανάλογης δύναμης των δυο πλευρών και της καταστροφής που θα έφερνε στον Ιρανικό λαό, και δυνητικά στην κυβέρνηση της χώρας, μια τέτοια σύγκρουση.
Όμως, πέραν της επιφυλακτικότητας, μια ευρύτερη σύγκρουση δεν είναι απίθανη, λόγω της αμοιβαίας εχθρότητας και δυσπιστίας των δυο χωρών, την έλλειψη καναλιών επικοινωνίας για την γρήγορη επίλυση μιας σύγκρουσης, αλλά και της σύνθεσης των Ιρανικών δυνάμεων, που έχουν τεράστιο κίνητρο να επιτεθούν, αφού «στη βράση κολλάει το σίδερο».
Έχοντας πλήρη επίγνωση της απείρως ανώτερης συμβατικής στρατιωτικής δύναμης των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ, το Ιράν για δεκαετίες επένδυε σε ασύμμετρες δυνατότητες, όπως οι δυνάμεις αντιπροσώπων, οι βαλλιστικοί πύραυλοι, οι νάρκες θαλάσσης και τα σκάφη ταχείας επίθεσης προκειμένου να μπορέσει να επιτεθεί καλύτερα στις ΗΠΑ, στις κρίσιμης σημασίας ενεργειακές υποδομές γύρω από τον Κόλπο και άλλους στρατηγικούς στόχους-κλειδιά στην περιοχή.
Οι δυνάμεις και τακτικές αυτές, ωστόσο, δεν καλύπτουν την γενικότερη σχετική αδυναμία του Ιράν· πράγματι, η Τεχεράνη γνωρίζει απόλυτα πως πολλά από τα assets αυτά είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε μια αμερικανική επίθεση, ενόσω παραμένουν συνδεδεμένα με λιμάνια, φρούρια ή βάσεις.
Για παράδειγμα, η ικανότητα του Ιράν να απειλήσει ή να κλείσει τα Στενά του Ορμούζ, εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από ναυτικά assets του Σώματος της Ισλαμικής Επαναστατικής Φρουράς που αποτελούνται από νακροθετικά σκάφη, τορπιλάκατους και πλοία εξοπλισμένα με πυραύλους, οπλισμένα ταχύπλοα και παράκτιες πυροβολαρχίες κατά πλοίων.
Και το Ιράν, όμως, αντιμετωπίζει ένα πραγματικό δίλημμα, καθώς όχι μόνο έχει επιτακτικούς λόγους να απαντήσει ταχύτατα σε μια επίθεση, αλλά παράλληλα να ενεργήσει προληπτικά για να επιφέρει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη καταστροφή προτού οι αντίπαλοί του καταστρέψουν αναπόφευκτα τα δικά του assets με την πολύ μεγαλύτερη δύναμη πυρός τους.
Να ξεκαθαρίσουμε πως ακόμα και πολύμηνες αμερικανικές επιθέσεις δεν θα αφόπλιζαν εντελώς το Ιράν, όμως όσο περισσότερο καθυστερεί η Τεχεράνη να αναπτύξει τα ασύμμετρα assets της, ιδιαίτερα τις πυραυλικές και ναυτικές δυνάμεις της, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος οι ΗΠΑ να καταστρέψουν τα όπλα αυτά προτού μπορέσει να τα χρησιμοποιήσει η Ισλαμική Δημοκρατία.
Ένας άλλος παράγοντας που συντελεί στην κλιμάκωση της αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Ιράν είναι η έλλειψη αποτελεσματικής άμεσης επικοινωνίας μεταξύ των δυνάμεων των δυο χωρών. Η απουσία ανοικτών γραμμών επικοινωνίας και αποδεδειγμένων μεθόδων για άμεση αποκλιμάκωση των εντάσεων κινδυνεύει να υποδαυλίσει ακόμα περισσότερο τη δυσπιστία και τις παρεξηγήσεις αναφορικά με τις προθέσεις του αντιπάλου. Αυτή η έλλειψη καναλιών διαλόγου εκτείνεται ακόμα και τα υψηλότερα υπουργικά επίπεδα.
Ουσιαστικά, μέχρι να μιλήσουν οι Αμερικανοί και Ιρανοί αξιωματούχοι, ο κύκλος της επίθεσης και αντεπίθεσης μπορεί εύκολα να έχει αποκτήσει μια δυναμική τέτοια που οι δυο πρωτεύουσες δεν θα μπορούν να κάνουν και πολλά για να τη σταματήσουν με λίγες μόνο συζητήσεις.
Σε γενικές γραμμές, τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Ιράν φαίνεται πως θέλουν να αποφύγουν έναν μεγάλο πόλεμο.
Ομοίως, μια ένοπλη αντιπαράθεση είναι σημαντικά λιγότερο πιθανή απ’ ότι η συνεχιζόμενη αντιπαράθεση των δυο χωρών με μη στρατιωτικά μέσα. Όμως μετά το χθεσινό κτύπημα φαίνεται ότι μπορούσε να ανάψει μια φωτιά που ακόμα και οι ψυχραιμότεροι και στις δυο πρωτεύουσες θα δυσκολευτούν να σβήσουν.