Μπορεί όπως έχει ήδη γνωστοποιηθεί να δόθηκε παράταση στην υποβολή των φορολογικών δηλώσεων μέχρι την 28η Αυγούστου, ωστόσο, όσων φορολογούμενων το εκκαθαριστικό εκδίδεται ως χρεωστικό θα πρέπει να το αποπληρώσουν όπως δήλωσε ο υφυπουργός Οικονομικών, Απόστολος Βεσυρόπουλος.
Οι επιλογές που έχουν οι φορολογούμενοι για τον τρόπο πληρωμής των οφειλών και την εξόφλησή τους είναι οι εξής:
Όσοι έχουν υποβάλει δήλωση μέχρι σήμερα 29 Ιουλίου μπορούν να:
- Να πληρώσουν έως τις 31 Ιουλίου την πρώτη από τις 8 μηνιαίες δόσεις του φόρου.
- Να εξοφλήσουν εφάπαξ τον φόρο έως τις 31 Ιουλίου κερδίζοντας έκπτωση 2%.
- Να πληρώσουν έως τις 31 Αυγούστου τις δυο πρώτες δόσεις του φόρου (Ιούλιος και Αύγουστος). Στη συνέχεια καταβάλουν κάθε μήνα έως και τον Φεβρουάριο τις δόσεις.
Όσοι έχουν υποβάλει δήλωση και έχουν πληρώσει την πρώτη δόση μπορούν να:
- Να πληρώσουν έως τις 31 Αυγούστου τη δεύτερη δόση που τους αναλογεί και τις επόμενες έξι μηνιαίες στο τέλος κάθε επόμενου μήνα.
- Να πληρώσουν έως τις 31 Αυγούστου εφάπαξ το υπόλοιπο της οφειλής με έκπτωση 2%.
Όσοι θα υποβάλλουν φορολογική τους μέχρι τις 28 Αυγούστου οπότε και λήγει η παράταση μπορούν να:
- Πληρώσουν τις δυο πρώτες δόσεις του φόρου εισοδήματος έως τις 31 Αυγούστου.
- Πληρώσουν εφάπαξ την οφειλή με έκπτωση 2% έως τις 31 Αυγούστου.
Οι ηλεκτρονικές δαπάνες
Όπως έχουν επισημάνει οι λογιστές και οι φοροτεχνικοί, αν οι δαπάνες των ηλεκτρονικών συναλλαγών του φορολογούμενου δεν καλύπτουν συγκεκριμένο ποσό, τότε θα επιβληθεί επιπλέον φόρος, της τάξεως του 22% για το ποσό που δεν κάλυψαν οι ηλεκτρονικές συναλλαγές του.
Η έκπτωση φόρου
Όσον αφορά στην έκπτωση φόρου, προβλέπεται πως μισθωτοί, συνταξιούχοι και αγρότες, για να έχουν έκπτωση φόρου από 1.900 έως 2.100 ευρώ, που ισοδυναμεί με αφορολόγητο όριο εισοδήματος από 8.636 έως 9.545 ευρώ, θα πρέπει μέσα στο 2019 να έχουν πληρώσει ηλεκτρονικά (μέσω πιστωτικών καρτών, χρεωστικών καρτών ή μέσω e-banking) δαπάνες που φτάνουν σε ποσοστά:
το 10% του ετησίου εισοδήματός του, πραγματικού ή τεκμαρτού, εφόσον το εισόδημα αυτό ανέρχεται έως 10.000 ευρώ,
το 10% επί των πρώτων 10.000 ευρώ και 15% επί του υπερβάλλοντος ποσού, εφόσον το ετήσιο –πραγματικό ή τεκμαρτό– ατομικό του εισόδημα ανέρχεται σε 10.001 έως και 30.000 ευρώ ή το 10% επί των πρώτων 10.000 ευρώ,
15% επί των επόμενων 20.000 ευρώ και 20% επί του υπερβάλλοντος ποσού, εφόσον το ετήσιο –πραγματικό ή τεκμαρτό– εισόδημά του ξεπερνά τις 30.000 ευρώ.