Με πέντε αποφάσεις του το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε ότι στην καπνοβιομηχανία Καρέλια καλώς της καταλογίστηκε εδικός φόρος κατανάλωσης και άλλοι φόροι, ύψους 4.681.318 ευρώ, για λαθρεμπορία τσιγάρων, μέσω εικονικών εξαγωγών 3.500 περίπου κιβωτίων τσιγάρων Καρέλια LIGHTS 100s, προς τη Γιουγκοσλαβία, μέσω του Τελωνείου Νίκης (Φλώρινα) και με τη συμμετοχή τελωνειακών υπαλλήλων.
Να υπολογιστεί ότι μόνο από την εικονική εξαγωγή 1.000 χαρτοκιβώτιων τσιγάρων, αξίας 253.000 ευρώ, το Δημόσιο χάνει 1.312.228 ευρώ από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης μαζί με ΦΠΑ.
Πάντως, δεν είναι η πρώτη φορά που το θέμα λαθρεμπορίας τσιγάρων από τη μεσσηνιακή καπνοβιομηχανία απασχόλησε το Β’ Τμήμα του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Δύο χρόνια πριν, τους συμβούλους Επικρατείας απασχόλησαν οι πράξεις του προϊσταμένου του Τελωνείου Νίκης, με την οποία καταλογίστηκαν σε βάρος του Ανδρέα Καρέλια και της ομώνυμης καπνοβιομηχανίας πέντε τελωνειακές λαθρεμπορικές παραβάσεις. Οι παραβάσεις αφορούσαν λαθρεμπορία τσιγάρων προς τα Σκόπια με το τέχνασμα εικονικών εξαγωγών.
Οι καταλογισμοί τότε ήταν ύψους 18.605.309 ευρώ.
Ομως, το έτος 2018 το Β’ Τμήμα του ΣτΕ, με την υπ’ αριθμ. 2346/2018 απόφασή του, αφού ερμήνευσε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, έκανε δεκτή την αίτηση του κ. Καρέλια και της καπνοβιομηχανίας και ακύρωσε την από 31/3/2008 καταλογιστική πράξη του προϊσταμένου του Τελωνείου Νίκης.
Η πρώτη αυτή ιστορία είχε ξεκινήσει όταν στο Τελωνείο Νίκης διαβιβάστηκε έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Φλώρινας, στο οποίο αναφερόταν ότι ασκήθηκε ποινική δίωξη για μεγάλης έκτασης λαθρεμπορία τσιγάρων σε βάρος οκτώ ατόμων. Πάντως, κατά το ποινικό σκέλος ο Ανδρέας Καρέλιας είχε αθωωθεί.
Το διάστημα εκείνο ο προϊστάμενος του τελωνείου Νίκης ανέφερε ότι είχε διαπραχθεί λαθρεμπορία τσιγάρων «με το τέχνασμα της εικονικής εξαγωγής, από μία πολυάριθμη οργάνωση», στην οποία συμμετείχαν και τελωνειακοί υπάλληλοι, με προεκτάσεις σε αλλοδαπές χώρες. Η οργάνωση «είχε διαμορφώσει μία πολύπλοκη δομή για τη μεταφορά, απόκρυψη και διάθεση του λαθρεμπορεύματος, με τη χρησιμοποίηση αλλοδαπών οδηγών, μεταφορικών οχημάτων και αποθηκευτικών χώρων, με σκοπό τον προσπορισμό αθέμιτου οφέλους».
Αντίθετα, τώρα το ίδιο Τμήμα του ΣτΕ με πέντε αποφάσεις του (1920-1924/2020) απέρριψε τις αιτήσεις της καπνοβιομηχανίας με τις οποίες ζητούσε να ακυρωθούν αντίστοιχες καταλογιστικές πράξεις για λαθρεμπορία τσιγάρων ύψους 4.681.318 ευρώ.
Σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας, η εν λόγω καπνοβιομηχανία κατέθεσε στο Τελωνείο Καλαμάτας διασάφηση εξαγωγής προκειμένου να εξάγει 3.550 χαρτοκιβώτια τσιγάρων Καρέλια LIGHTS 100s με προορισμό την πρώην Γιουγκοσλαβία. Παράλληλα, κατέθεσε εγγυητικές επιστολές για την αντιμετώπιση του κινδύνου της ενδοκοινοτικής κυκλοφορίας, καθώς τα καπνικά προϊόντα τελούσαν υπό καθεστώς αναστολής φόρου.
Τα τσιγάρα φορτώθηκαν σε φορτηγό Δημόσιας Χρήσης και μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη και από εκεί με ευθύνη του Ζ’ Τελωνείου μεταφέρθηκαν στο Τελωνείο Νίκης. Στη συνέχεια η καπνοβιομηχανία ζήτησε τη λύση των εγγυήσεων, καθώς τα τσιγάρα είχαν εξαχθεί.
Ωστόσο, εμπιστευτικό έγγραφο του υπουργείου Οικονομικών προς το Τελωνείο Καλαμάτας μπλόκαρε τη λύση των εγγυήσεων και ανέλαβε την υπόθεση το ΣΔΟΕ Δυτικής Μακεδονίας, το οποίο διαπίστωσε ότι τα παραστατικά εξαγωγής «είχαν συνταχθεί με παράνομες ενέργειες υπαλλήλων του Τελωνείου εξόδου, καθώς πιστοποιούσαν την εξαγωγή προϊόντων, που δεν είχαν εξαχθεί από το ελληνικό έδαφος».
Οι υπάλληλοι του ΣΔΟΕ, μεταξύ άλλων, διαπίστωσαν ότι η αρμόδια τελωνειακή υπάλληλος καταχωρούσε μεν σε κάποια χρονική στιγμή (3.30μ.μ.) στο πληροφοριακό σύστημα του Τελωνείου την εξαγωγή των τσιγάρων, αλλά σε άλλη άσχετη χρονική στιγμή (9.30 μ.μ.) και αφού είχε λήξει η βάρδιά της, καταχωρούσε στο βιβλίο σφραγίδων ότι είχαν τεθεί σφραγίδες στα φορτηγά.
Παράλληλα, δεν γινόταν η αναγκαία ενημέρωση του προϊσταμένου της βάρδιας για τις επίμαχες εξαγωγές. Ακόμη διαπιστώθηκε ότι στα βιβλία του τελωνείου της γειτονικής χώρας και σε συγκεκριμένες επίμαχες ημερομηνίες δεν υπήρχαν αντίστοιχες καταχωρήσεις εισόδου φορτηγών με τσιγάρα από την Ελλάδα.
Τελικά οι ελεγκτές κατέληξαν ότι είχε διαπραχθεί λαθρεμπορία τσιγάρων, καθώς «ψευδώς είχε βεβαιωθεί από τους τελωνειακούς υπαλλήλους» ότι είχαν εξαχθεί οι επίμαχες ποσότητες των τσιγάρων και ότι «τα τσιγάρα δεν είχαν εξαχθεί από την Ελλάδα». Το διά ταύτα των ελεγκτικών αρχών ήταν ότι είχε διαπραχθεί «το αδίκημα της λαθρεμπορίας μέσω εικονικών εξαγωγών».
Η καπνοβιομηχανία προσέφυγε στη Διοικητική Δικαιοσύνη και ζητώντας να ακυρωθεί η σε βάρος της πράξη χρέωσης ειδικού φόρου κατανάλωσης και λοιπών φόρων. Τόσο στο Διοικητικό Πρωτοδικείο όσο και στο Διοικητικό Εφετείο έχασε τις δικαστικές μάχες και προσέφυγε στο ΣτΕ, ζητώντας να αναιρεθούν οι σε βάρος της εφετειακές αποφάσεις.
Ομως, το αποκαλούμενο «Φορολογικό Τμήμα» του ΣτΕ, με πέντε αποφάσεις του απέρριψε ως απαράδεκτους όλους τους ισχυρισμούς της καπνοβιομηχανίας, ότι υπήρχαν πλημμέλειες και έλλειψη νόμιμης βάσης της αιτιολογίας με τις οποίες έγιναν οι πράξεις καταλογισμού των φόρων κ.λπ. Τελικά, οι σύμβουλοι Επικρατείας επικύρωσαν τις εφετειακές αποφάσεις.