Έγγραφο του e-ΕΦΚΑ, κατόπιν σχετικών ερωτημάτων από τις αρμόδιες υπηρεσίες, δίνει οδηγίες αναφορικά με τα ποσά στις συντάξεις χηρείας που δίνονται στον επιζώντα σύζυγο σε περίπτωση που η διαφορά ηλικίας μεταξύ των συζύγων είναι πάνω από 10 χρόνια.
Ειδικότερα, στην περίπτωση που ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος, περιορίζεται το ποσοστό του επιζώντος συζύγου επί της σύνταξης και συναρτάται πλέον από τη διάρκεια του γάμου και τη διαφορά ηλικίας των συζύγων, αρχόμενης από τα 10 έτη και πλέον.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4387/2016, η σύνταξη του επιζώντος συζύγου μειώνεται στην περίπτωση που η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποθανόντος και του επιζώντος συζύγου είναι μεγαλύτερη των δέκα ετών, αφαιρουμένου του χρονικού διαστήματος του γάμου.
Η μείωση καθορίζεται ρητά με ποσοστά που αφορούν πλήρη έτη διαφοράς ηλικίας και φτάνουν το 5% για έτη από 36 και πάνω.
Αν η διαφορά ηλικίας μεταξύ αποβιώσαντος και συζύγου, αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από δέκα έτη, η σύνταξη του επιζώντος συζύγου, υφίσταται μείωση για κάθε πλήρες έτος διαφοράς, που καθορίζεται σε:
- 1 % για τα έτη από το 10ο έως και το 20ό έτος,
- 2% για τα έτη από το 21ο έως και το 25ο έτος,
- 3% για τα έτη από το 26ο έως και το 30ό έτος,
- 4% για τα έτη από το 31ο έως και το 35ο έτος,
- 5% για τα έτη από το 36ο και άνω
Για παράδειγμα, θανών σύζυγος ηλικίας 70 ετών και επιζών σύζυγος ηλικίας 40 ετών, με επταετή γάμο, ο οποίος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος.
Η διαφορά ηλικίας μεταξύ των δυο, αφαιρουμένου του χρονικού διαστήματος του γάμου τους, είναι 23 έτη (70 -40 – 7 = 23).
Συνεπώς το ποσό της σύνταξης του επιζώντος συζύγου θα μειωθεί κατά 16% ως εξής: Από το 10ο έως το 20ο έτος: 10% (10 έτη x 1%).
Από το 21ο έως το 23ο έτος: 6% (3 έτη x 2%). Συνεπώς, ο επιζών σύζυγος θα λάβει το 42% της σύνταξης λόγω θανάτου (50 x 16%=8, άρα 50-8=42%).
Επίσης θεσμοθετήθηκε η χορήγηση αυτοτελούς κατωτάτου ορίου σύνταξης μεταξύ άλλων δικαιούχων και στον επιζώντα σύζυγο στην περίπτωση που η σύνταξη του είναι μικρότερη του κατωτάτου ποσού του αντίστοιχου προς το χρόνο ασφάλισης του θανόντα.
Ως κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου ορίστηκε το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 του ν.4387/2016 για 20 χρόνια ασφάλισης, δηλαδή το ποσό των 384,00 €.
Εάν ο θανών είχε λιγότερα από 20 χρόνια ασφάλισης, το ποσό των 384,00 € μειώνεται κατά 1,25% για κάθε έτος που υπολείπεται των 20 ετών και μέχρι τα 15 έτη ασφάλισης.
Εάν ο χρόνος ασφάλισης του θανόντα είναι μικρότερος των 15 ετών χορηγείται ως κατώτατο ποσό τα 360 € που αντιστοιχεί σε 15 χρόνια ασφάλισης.
Στις περιπτώσεις που λόγω της μεγάλης διαφοράς ηλικίας μεταξύ του αποθανόντος και του επιζώντος συζύγου προκύπτει κάποιο ποσό σύνταξης μικρότερο του κατωτάτου ορίου, αλλά όχι αρνητικό, ο επιζών σύζυγος θα δικαιούται ποσό σύνταξης που αντιστοιχεί στο κατώτατο όριο των προαναφερθέντων διατάξεων.
Στην περίπτωση που προκύπτει μηδενικό ποσό σύνταξης λόγω της μεγάλης διαφοράς ηλικίας μεταξύ του αποθανόντος και του επιζώντος συζύγου, δεν είναι επιτρεπτό με βάση την ισχύουσα νομοθεσία να απορριφθεί το αίτημα συνταξιοδότησης.
Σε αυτές τις περιπτώσεις θα εκδίδεται μεν απόφαση συνταξιοδότησης, η οποία θα αναγνωρίζει το δικαίωμα σε σύνταξη, πλην όμως δεν θα καταβάλλεται ποσό σύνταξης.