Η μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ περιγράφει την κοινωνική και οικονομική κατάσταση της χώρας, μετά τη δεκαετή «λαίλαπα» των μνημονίων.
Στην έρευνα που αποτελεί μια work in progress παρουσίαση των ερευνητικών δεδομένων σχετικά με την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης των Ελλήνων πολιτών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010, γίνεται σύγκριση της ελληνικής κατάστασης με εκείνη των άλλων χωρών της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου.
Σύμφωνα με τα ευρύματα της έρευνας του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, μισθοί και απασχόληση μπαίνουν στην «Προκρούστεια κλίνη» ενώ ο δείκτης της ποιότητας ζωής στην Ελλάδα κατρακυλά στα επίπεδα της… Γκάνας και της Αιθιοπίας την δεκαετία και επιστέφει στα επίπεδα του 2005 πλέον το 2019.
Πιο αναλυτικά με βάση τα στοιχεία της μελέτης που περιλαμβάνουν ανάλυση στοιχείων Διεθνών Οργανισμών όπως ο ΟΟΣΑ, το Ευρωβαρόμετρο και η EUROSTAT:
Χάθηκε το 23% των εισοδημάτων
Ανάμεσα στο 2010 και στο 2020 κι ενώ το μέσο καθαρό εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 6% σε όλες τις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα και η Ιταλία κατέγραψαν τις μεγαλύτερες πτώσεις.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η μείωση αυτού του ποσοστού ήταν της τάξης του 23%, το οποίο μεταφράζεται σε περικοπή ύψους 5.500 δολαρίων. Το 2010, το (μέσο καθαρό) εισόδημα ανερχόταν στα 24.016 δολάρια ετησίως, ενώ το 2020 έφτανε μόλις τα 18.452 δολάρια. Η Αυστρία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία παρουσίασαν επίσης μια ελαφρά μείωση, αλλά σε κάθε περίπτωση πολύ ασθενέστερη σε σύγκριση με την περίπτωση της Ελλάδας.
Συρρίκνωση της εργασίας
Το 2010, το ποσοστό αμειβόμενης απασχόλησης στην Ελλάδα ήταν 66,6%, ενώ το 2018 μόνο το 62,3% των Ελλήνων και των Ελληνίδων είχαν την τύχη να απασχολούνται σε μια αμειβόμενη θέση εργασίας.
Μάλιστα η Ελλάδα και η Βραζιλία είναι οι δύο χώρες όπου το ποσοστό των εργαζομένων υποχώρησε κατά τέσσερις μονάδες μετά το 2010. Η πιο σημαντική αλλαγή παρατηρείται στη μακροχρόνια ανεργία, η οποία εκτινάχθηκε από 5% το 2010 σε 26% το 2018.
Η μείωση του ποσοστού απασχόλησης αντικατοπτρίζεται στις θέσεις εργασίας πλήρους ωραρίου, παρουσιάζοντας, από το 2009, μείωση των ωρών εργασίας σε συνθήκη πλήρους απασχόλησης καθώς η μερική απασχόληση έχει αυξηθεί από το 2010.
Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα σημείωσε τη μεγαλύτερη αύξηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το 2008 μέχρι σήμερα: αυξήθηκε από ένα ποσοστό γύρω στο 10% στο 27%.
Κίνδυνος φτώχειας και υπογεννητικότητα
Παράλληλα, η Ελλάδα διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με τον μέσο όρο κινδύνου που ισχύει για τις χώρες της ΕΕ. Ένα στα τέσσερα νοικοκυριά (23%) δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε βασικές υποχρεώσεις.
Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των γεννήσεων από το 2006 μέχρι σήμερα. Το 2006, το ακαθάριστο ποσοστό γεννήσεων ήταν στα ίδια επίπεδα με τον μέσο όρο της ΕΕ, σήμερα όμως έχει ελαττωθεί κατά 2% σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ.
Η πτώση του δείκτη γεννητικότητας πραγματοποιήθηκε κυρίως μεταξύ των ετών 2010 και 2013. Ταυτόχρονα, το ακαθάριστο ποσοστό θνησιμότητας αυξήθηκε. Αυτή η αύξηση ήταν στην περίπτωση της Ελλάδας μεγαλύτερη από εκείνη της ΕΕ. Την ίδια ώρα, αυξάνεται ο αριθμός των ετών ζωής με προβλήματα υγείας.
Στα τάρταρα η αισιοδοξία
Σε πτώση βρίσκεται ο δείκτης ικανοποίησης και αισιοδοξίας των πολιτών
Την περίοδο 2007-2012, παρατηρείται μια πολύ απότομη πτώση της αναλογίας των «αρκετά ικανοποιημένων» και «πολύ ικανοποιημένων» πολιτών. Η αναλογία της τελευταίας κατηγορίας, η οποία υπερέβαινε κατά πολύ το 20% τη δεκαετία του 1980, έπεσε κάτω από το 10% τη δεκαετία του 2010 και το ποσοστό των «αρκετά ικανοποιημένων» δεν μπόρεσε να υπερβεί ξανά το φράγμα του 40% (επίπεδο πάνω από το οποίο βρισκόταν από το 1981 έως το 2007) παρά μόνο το 2018, αφού διέκοψε την καθοδική πορεία της μετά το 2012.
Όσον αφορά την αισιοδοξία και την απαισιοδοξία, καταγράφεται μια ραγδαία πτώση της αισιοδοξίας μετά το 2008, μια αργή επανεκκίνησή της από το 2013, ξανά μια διακοπή της ανόδου της το 2016 και στη συνέχεια μια κατάσταση που βελτιώνεται. Και πάλι, η ελληνική κατάσταση έρχεται σε αντίθεση με αυτήν της ΕΕ στο σύνολό της κατά την ίδια περίοδο, μαρτυρώντας μια μορφή συλλογικής υποκειμενικής υποβάθμισης πλατιάς εμβέλειας.
Όπως σημειώνει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας, «χρειάζεται να αντιπαραθέσουμε στην γνώση που προωθεί η κυρίαρχη οικονομική σκέψη, η οποία θα σέβεται περισσότερο τους ανθρώπους και τις πραγματικές καταστάσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι και θα αναδεικνύει τις ουσιαστικές αιτίες των διαφόρων μορφών κοινωνικής δυστυχίας και οδύνης που πλήττουν τους εργαζόμενους, άνδρες και γυναίκες, των σύγχρονων κοινωνιών».