Σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg, το Βερολίνο κάνει λόγο για μια εξαιρετικά επεκτατική νομισματική πολιτική, η οποία ενδεχομένως να θέσει σε κίνδυνο την ευρωπαϊκή οικονομία, υπό το πρίσμα του αυξανόμενου πληθωρισμού.
Φόβοι για μόνιμο πληθωρισμό
Η ομάδα της Άνγκελα Μέρκελ υπολογίζει πως ο πληθωρισμός στη Γερμανία θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 3,1% το 2021 και στο 2,6% το 2022 και προειδοποιεί πως οι συνεχιζόμενες αναταράξεις στην αλυσίδα εφοδιασμού και οι αυξανόμενες τιμές των καυσίμων θα μπορούσαν να μετατρέψουν τους προσωρινούς παράγοντες σε μόνιμα υψηλότερα ποσοστά πληθωρισμού.
«Υπάρχουν κίνδυνοι προς τα πάνω για τις προοπτικές του πληθωρισμού για τα επόμενα χρόνια», σημειώνουν οι Γερμανοί οικονομικοί σύμβουλοι του Βερολίνου σε έκθεση που δημοσιεύθηκε σήμερα. Για εκείνους, η ΕΚΤ «θα πρέπει να ανακοινώσει σύντομα μια στρατηγική εξομάλυνσης», κατά την οποία θα παρέχει με αριθμούς την έξοδο από ποσοτική χαλάρωση.
Δεν είναι τυχαία η χρονική στιγμή που αυτή η έκθεση βγαίνεις τη δημοσιότητα, καθώς στη Γερμανία βρίσκονται σε εξέλιξη διαδικασίες για τον σχηματισμό κυβέρνηση που θα φέρει στην καγκελαρία τον διάδοχο της Άνγκελα Μέρκελ και σε μια περίοδο που ο πληθωρισμός στη Γερμανία αγγίζει το 5%.
Συντονισμένη προσπάθεια αλλαγής πολιτικής
Στο ίδιο πλαίσιο, όπως αναφέρει το δημοσίευμα του Bloomberg κινείται και η επίθεση της λαϊκής εφημερίδας Bild προς την ΕΚΤ για την χαλαρή νομισματική πολιτική, την ώρα που η γερμανική κεντρική τράπεζα παραμένει ακέφαλη, αφότου ο Γενς Βάιντμαν ανακοίνωσε ότι παραιτείται.
Η Γερμανία επιστρέφει στο ρόλο του… «κακού μπάτσου» αναφορικά με την οικονομική πολιτική της ευρωζώνης. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Κριστίν Λαγκάρντ δέχεται φίλια πυρά εκ Βερολίνου.
Ο Κρίστιαν Λίτνερ, ο επίδοξος νέος υπουργός Οικονομικών σε μια επικείμενη κυβέρνηση «φανάρι» στη Γερμανία (και εκείνος που τήρησε την εξαιρετικά αυστηρή στάση της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας), προειδοποίησε τον περασμένο μήνα την ΕΚΤ να αντισταθεί στον πειρασμό να βοηθήσει τις υπερχρεωμένες χώρες του ευρώ.
Στην έκθεσή του, το Γερμανικό Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων πρότεινε η ΕΚΤ να εξετάσει το ενδεχόμενο να δημοσιεύσει κάτι παρόμοιο με το «dot plot» της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, μια γραφική αναπαράσταση των προβλέψεων των φορέων χάραξης πολιτικής για το επιτόκιο-στόχο.
Οι Γερμανοί επιμένουν το τελευταίο διάστημα πως παρότι οι δαπάνες δικαιολογούνταν το περασμένο διάστημα λόγω πανδημίας, θα πρέπει τελικά τα μέτρα ανάκαμψης από αυτή να απεμπλακούν από την δημοσιονομική πολιτική με στόχο να μειωθούν οι δείκτες χρέους σε σύγκριση με την παραγωγή στην ευρωζώνη.
Αποφασισμένη η ΕΚΤ να κρατήσει χαμηλά το κόστος δανεισμού
Η Κεντρική Τράπεζα στη Φρανκφούρτη, παρά την άνοδο του πληθωρισμού, φαίνεται αποφασισμένη να κρατήσει το κόστος δανεισμού σε ιστορικώς χαμηλά επίπεδα, προκειμένου να διασφαλίσει ότι η ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας θα συνεχιστεί αδιατάρακτα. Μια πρακτική που αποδίδει τις τελευταίες ημέρες, τουλάχιστον σε ό, τι αφορά στην εμπιστοσύνη αγορών και επενδυτών.
Πάντως, δυο μέλη του συμβουλίου αυτού, οι Μόνικα Σνίτζερ και Αχίμ Τρούγκερ σημείωσαν πως είναι δικαιολογημένη μια προσεκτική δημοσιονομική εξυγίανση, ώστε να μην υπονομευθεί η αναπτυξιακή δυναμική. Το σημερινό σύνολο δημοσιονομικών κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούσε να είναι υπερβολικά περιοριστικό για ορισμένες χώρες μετά την κρίση, συμπλήρωσαν.
«Οι αυξανόμενοι κίνδυνοι πληθωρισμού και η αυξανόμενη εξάρτηση των δημόσιων οικονομικών από τα χαμηλά επιτόκια σε ορισμένα κράτη μέλη θα μπορούσαν να αποτελέσουν δίλημμα για τη νομισματική πολιτική», δηλώνουν.
Τόσο όμως η Λαγκάρντ, όσο και οι περισσότερες χώρες που επωφελούνται από την ποσοτική χαλάρωση, ιδιαίτερα ο ευρωπαϊκός Νότος και η Ελλάδα, ελπίζουν σε μια σταθεροποίηση του πληθωρισμού, έστω και στα σημερινά επίπεδα.
«Η ιστορική εμπειρία δείχνει πόσο επικίνδυνη μπορεί να είναι για την οικονομία μια αντίδραση της νομισματικής πολιτικής που είναι πολύ καθυστερημένη» ή ημιμαθής, προσθέτουν από το Βερολίνο.
Το συμβούλιο εκτιμά ότι η γερμανική οικονομία θα φθάσει στο προ κρίσης επίπεδο παραγωγής το πρώτο τρίμηνο του επόμενου έτους και ότι η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί στο 4,6% το 2022 μετά από 2,7% το 2021.