Η δημοφιλής αλυσίδα τροφίμων Pizza Hut ανακοίνωσε την αποχώρησή της από την ελληνική αγορά, βάζοντας «λουκέτο» σε 16 καταστήματά της στη χώρα μας.
Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί πως πρόκειται για τη μεγαλύτερη αλυσίδα καταστημάτων πώλησης πίτσας στον κόσμο, είναι θυγατρική της PepsiCo και δραστηριοποιείται σε περίπου 90 χώρες ανά τον κόσμο.
Τα πρώτα βήματα
Ιδρύθηκε το 1958 από τους Dan και Frank Carney στην Ουίτσιτα του Κάνσας. Η ιδέα τούς «γεννήθηκε» σε μία φιλική συνάντηση και αμέσως τα αδέλφια δανείστηκαν 600 δολάρια από τη μητέρα τους για να ξεκινήσουν τη δική τους επιχείρηση.
Μαζί με τον συνεργάτη τους John Bender, νοίκιασαν έναν μικρό χώρο, εξοπλίστηκαν με τα απαραίτητα και η πρώτη πιτσαρία Pizza Hut ήταν πλέον γεγονός. Την ημέρα των εγκαινίων όλα τα προϊόντα ήταν δωρεάν. Έναν χρόνο αργότερα άνοιξε μία δεύτερη πιτσαρία Pizza Hut στην Τοπέκα του Κάνσας.
Η δυναμική της επιχείρησης φάνηκε, όμως, τη δεκαετία του 1960 με τη «στροφή» στη διαφήμιση του λαχταριστού προϊόντος. Έως και το 1966 είχαν ανοίξει συνολικά 145 καταστήματα. Τότε οι ιδιοκτήτες αποφάσισαν πως ήρθε η στιγμή να στήσουν μία κεντρική διεύθυνση που θα ελέγχει τις εργασίες όλων των καταστημάτων.
Το 1968 «έσπασε» τα σύνορα των ΗΠΑ, ανοίγοντας το πρώτο της κατάστημα στον Καναδά. Ακολούθησε η ίδρυση της International Pizza Hut Franchise Holders Association (IPHFHA). Στόχος ήταν να περάσει στα χέρια της ο έλεγχος του 40% των franchise, ενώ ήλεγχε ήδη τα έξι καταστήματα Pizza Hut που ανήκαν εξ ολοκλήρου στην εταιρεία.
Η διαδικασία ήταν μακρά και δημιούργησε πολλές αναταραχές στις πωλήσεις. Οκτώ μήνες μετά την έναρξή τους, οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν, ωστόσο τα κέρδη είχαν πέσει αισθητά.
Νέες ευκαιρίες από το 1970
Στις αρχές του 1970, ο Frank Carney έκρινε πως η έως τώρα στρατηγική που ακολουθούσε η Pizza Hut – βασιζόταν στις ετήσιες εκθέσεις πωλήσεων – ήταν ανεπαρκής και απαιτούνταν ένα μακρόπνοο πλάνο.
Όλα άλλαξαν όταν η εταιρεία μπήκε στο χρηματιστήριο και ξεκίνησε να μεγεθύνεται η δυναμική της.
Δημιουργήθηκε μία ισχυρή οικονομική βάση και χρηματοδοτήθηκε το άνοιγμα νέων καταστημάτων σε περιοχές οι οποίες φαίνονταν πολλά υποσχόμενες. Άνοιξαν πιτσαρίες σε Ευρώπη και Αυστραλία, ενώ το 1970 η εταιρεία άνοιξε το 500ο μαγαζί της στο Τενεσί των ΗΠΑ και ξεκίνησε να προσθέτει νέα προϊόντα στο μενού της, όπως σάντουιτς.
«Παραλίγο να χάσουμε την επιχείρηση. Τότε καταλάβαμε ότι πρέπει να μάθουμε πώς να κάνουμε σχέδια», είχε εξηγήσει ο Carney το 1972.
Η στρατηγική δούλεψε και, σύμφωνα με τον ίδιο, οδήγησε, τελικώς, την PepsiCo στην απόφαση να εξαγοράσει την εταιρεία.
Το 1971 η Pizza Hut ηγούνταν στον τομέα της, σύμφωνα τα στοιχεία πωλήσεων, και έσπαγε ρεκόρ στο χρηματιστήριο. Τα επόμενα δύο χρόνια συνέχισε, με γοργούς ρυθμούς, το άνοιγμα νέων καταστημάτων εκτός ΗΠΑ, ενώ αγόραζε και μετοχές σε άλλες εταιρείες με δραστηριότητα στην εστίαση.
Η διαφήμιση αποτέλεσε θεμέλιο λίθο στην «εκτόξευση» της Pizza Hut και οι ιδιοκτήτες δεν μπορούσαν παρά να το αναγνωρίσουν, αυξάνοντας σημαντικά τη δαπάνη τους στον τομέα.
Η συγχώνευση με την PepsiCo το 1977
Το 1977 η Pizza Hut συγχωνεύτηκε με την PepsiCo, που είχε καταλάβει την δυναμική της αγοράς πίτσας. Οι πωλήσεις εκείνη τη χρονιά έφτασαν τα 436 εκατομμύρια.
Η δεκαετία του ’80 αποδείχθηκε δυσκολότερη καθώς αυξήθηκε ο ανταγωνισμός και μειώθηκε το κομμάτι της εταιρείας από την πίτα των κερδών. Οι Little Caesar, Domino’s Pizza International και Pizza Express αποδείχθηκαν πιο σημαντικοί «αντίπαλοι» από αυτούς που είχε συνηθίσει έως τότε ο αμερικανικός κολοσσός. Για να τους «πολεμήσει» ξεκίνησε να αλλάζει τις συνταγές του και είχε και την σημαντική βοήθεια την PepsiCo και των προϊόντων της.
Η ισχυρή ανάπτυξη
Επί προεδρίας του Steven Reinemund, το 1984, η εταιρεία είδε μέρες δόξας. Άνοιξε το 5.000ο κατάστημά της και ξεκίνησε το ντελίβερι, που αποδείχθηκε εξαιρετικά επικερδές. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά σχεδόν 25%.
Σε κάθε χώρα, η εταιρεία φρόντιζε να προσαρμόζεσαι – μερικώς τουλάχιστον – σε τοπικές γεύσεις. Είναι χαρακτηριστικό πως στη Ρωσία, η πιο δημοφιλής επιλογή στο μενού ήταν η «Moskva» (σ.σ. Μόσχα) η οποία φτιαχνόταν από σαρδέλες, τόνο, σκουμπρί, σολομό και κρεμμύδι.
Ο ανταγωνισμός έγινε πιο ισχυρός το 1991, όταν η McDonald’s, η μεγαλύτερη εταιρεία στην αγορά των χάμπουργκερ, έβαλε στο μενού της το «McPizza». Όμως, και πάλι, η Pizza Hut αντιστάθηκε σθεναρά και συνέχισε την κερδοφόρα πορεία της. Τα κέρδη εκείνη τη χρονιά έφτασαν τα 5,3 δισεκατομμύρια δολάρια.
Σημαντικό ρόλο στη συνεχή ανοδική πορεία έπαιξε η ευελιξία που επιδείκνυε. Είναι χαρακτηριστικό πως έδινε μεγάλη σημασία στο να είναι προσβάσιμα τα κατάστηματά της σε όλους. Τα drive-through της αποτέλεσαν, επίσης, σημαντικό «όπλο», ενώ δημιουργήθηκε και το Pizza Hut Express.
Το τμήμα Express αναπτύχθηκε, αρχικά, σε εμπορικά κέντρα δίνοντας την ευκαιρία σε πελάτες να κάνουν τα ψώνια τους και να απολαύσουν ένα γεύμα στο ίδιο μέρος. Στη συνέχεια «διείσδυσε» σε σχολικές καφετέριες, αθλητικά κέντρα, γραφεία και μεγάλα αεροδρόμια.
Η PepsiCo επένδυσε πολύ στην Pizza Hut και άρπαζε κάθε ευκαιρία για περαιτέρω ανάπτυξή της.
Η ύφεση στα μέσα του 1990
Η πρώτη πτώση κερδών που κατέγραψε η εταιρεία, στα 15 χρόνια ζωής της, ήταν το 1994. Η αγορά της πίτσας δεν αναπτυσσόταν πλέον, οι ανταγωνιστές είχαν μειώσει τις τιμές του και οι επενδύσεις σε νέα καταστήματα μείωναν σημαντικά τα κέρδη.
Στην προσπάθειά της να βάλει φρένο σε αυτή την ανησυχητική πορεία, η PepsiCo έκανε μία εσωτερική αναδιάρθρωση. Ο Roger A. Enrico αποτέλεσε την πλέον σημαντική μετακίνηση. Πήγε από την διεύθυνση προώθησης προϊόντων στη διεύθυνση εστιατορίων. Πρώτη του μέριμνα ήταν να προωθήσει το νέο, εκλεκτό προϊόν, την γεμιστή πίστα, η οποία διαφημίστηκε με κάθε τρόπο.
Τα αποτελέσματα φάνηκαν ενθαρρυντικά και η εταιρεία αποφάσισε να εισάγει ένα νέο προϊόν στον κατάλογό της κάθε χρόνο. Η επιτυχία ήταν σημαντική, απέδωσε αρκετά κέρδη στην PepsiCo, αλλά όχι αρκετά σε σχέση με τις άλλες αλυσίδες της.
Τότε ελήφθη η απόφαση να τοποθετηθούν υπό κοινή διεύθυνση όλες οι εταιρείες πώλησης φαγητού: Pizza Hut, Taco Bell και KFC.
Τελικώς, τον Ιανουάριο του 1997 η PepsiCo ανακοίνωσε την ίδρυση της Tricon Global Restaurants. Ήταν μία ανεξάρτητη εταιρεία στην οποία είχαν ενταχθεί όλες οι παραπάνω αλυσίδες. Ο Roger A. Enrico εξήγησε τότε πως ο τομέας των εστιατορίων και των συσκευασμένων τρόφιμων είχαν μεγάλη δυναμική, αλλά, τελικώς, απαιτούνταν ο διαχωρισμός τους για την καλύτερη λειτουργία της επιχείρησης.