Μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας μεταξύ Τόκυο και Λονδίνου, ύστερα από μήνες διαπραγματεύσεων, η Βρετανική πλευρά έσπευσε να την παρουσιάσει ως «ιστορική» και «ενδεικτική» της ισχύος της χώρας στην εποχή μετά το Brexit.
«Στην πράξη, ο αντίκτυπος της συμφωνίας είναι μεγαλύτερος από τα πραγματικά οφέλη που θα υπάρξουν» σχολιάζει η εφημερίδα Guardian. Η Λιζ Τρας, Υπουργός Διεθνούς Εμπορίου ανάφερε πάντως ότι η Βρετανία θα κερδίσει περίπου 15 δις. λίρες από την συμφωνία αυτή, χωρίς όμως να δώσει ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα.
Επιπρόσθετα, η εφημερίδα Financial Times που επικαλείται τα οικονομικά στοιχεία σημειώνει ότι η Βρετανία αναμένεται να επωφεληθεί κατά 0,1% του ΑΕΠ της από τις εμπορικές συναλλαγές με την Ιαπωνία, την ώρα που υπολογίζεται ότι οι απώλειες των αντίστοιχων συναλλαγών με την Ευρώπη θα είναι πολλαπλάσιες, ενδεχομένως κοντά στο 5% του ετήσιου ΑΕΠ.
Όπως αναφέρθηκε, η κυβέρνηση Τζόνσον θέλει να δείξει με αυτή τη συμφωνία ότι «υπάρχει ζωή» εκτός ΕΕ για τη Βρετανία. Ωστόσο αυτή η στρατηγική «ρίσκου» που έχει επιλέξει η Ντάουνινγκ Στρητ έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα.
Το θετικό είναι ότι επιτρέπεται στη χώρα να συνάπτει συμφωνίες που επικεντρώνονται σε τομείς στους οποίους είναι ισχυρή, όπως οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, αντί διαπραγματεύσεων με τη ΕΕ που θα μπορούσαν να σταθμίσουν περισσότερο τις ανάγκες των Γερμανών κατασκευαστών αυτοκινήτων ή Γάλλων αγροτών. Από την άλλη, σε περίπτωση αποτυχίας να συναφθεί συμφωνία με την ΕΕ η Βρετανία χάνει αυτομάτως την πρόσβαση σε μια αγορά περίπου 500 εκατομμυρίων κατοίκων με την οποία συναλλάσσεται εδώ και 45 χρόνια.