Η ακρίβεια φέρεται να «καλπάζει» καθώς ένα ελαιοτριβείο στην περιοχή της Νεάπολης ανακοίνωσε ως τιμή τα 9 ευρώ ανά κιλό σαν τιμή εκκίνησης για τα φρέσκα λάδια της περιόδου 2023/2024 ενώ Λακωνία και Κρήτη κινούνται προς το παρόν στην περιοχή των 8,5 ευρώ.
Τι σημαίνει αυτό για την λιανική; Ο μέσος όρος της τιμής του λίτρου την εβδομάδα που πέρασε στα μεγάλα supermarket της χώρας ήταν στα 10,2 ευρώ (ανά λίτρο και όχι ανά κιλό) ενώ η περαιτέρω άνοδος είναι εξαιρετικά πιθανή αν κρίνουμε από τα λεγόμενα παραγωγών και εμπόρων.
Σε όρους… τενεκέ, παραδοσιακή μονάδα μέτρησης στην Ελλάδα, έχουμε ήδη φτάσει στα 170-180 ευρώ. Ο “πράσινος χρυσός” επομένως μοιράζει αποδόσεις άνω του 100% μέσα στην τελευταία διετία στους παραγωγούς αλλά και “πονοκεφάλους” στους καταναλωτές αλλά και στις επιχειρήσεις εστίασης που βλέπουν την τιμή του βασικότερου προϊόντος της μεσογειακής διατροφής να εκτινάσσεται.
Γιατί εκτοξεύτηκαν οι τιμές
Οι λόγοι που οδήγησαν στην έκρηξη της τιμής του ελαιολάδου είναι -λίγο πολύ- γνωστοί. Οι επιπτώσεις από την κλιματική κρίση (μειωμένες βροχοπτώσεις, υψηλές θερμοκρασίες, καύσωνες, ασθένειες των ελαιόδενδρων) στις μεγαλύτερες ελαιοπαραγωγές χώρες της Ε.Ε (Ισπανία, Ιταλία και Ελλάδα) επηρέασαν την ελαιοκαλλιέργεια και τις παραγόμενες ποσότητες ελαιολάδου σε παγκόσμιο επίπεδο (μείωση μεταξύ 2022 και 2023 κατά 11% στην παγκόσμια αγορά, σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας-ΔΣΕ και πάνω από 40% στην Ε.Ε.).
Η ξηρασία που έπληξε την Ευρώπη πέρυσι το καλοκαίρι “στέγνωσε” τις δεξαμενές των μεγάλων ελαιοπαραγωγών χωρών, όπως της Ισπανίας, η οποία “έχασε” πάνω από τη μισή παραγωγή της υποχωρώντας από τους 1.500.000 τόνους το 2021 μόλις στους 680.000 το 2022. Αντίστοιχα, στην Ιταλία η παραγωγή “έπεσε” στους 240.000 τόνους από 330.000 την προηγούμενη χρονιά και στην Πορτογαλία η παραγωγή περιορίστηκε μόλις στους 106.000 τόνους από 240.000 το 2021. Μοναδική εξαίρεση αποτέλεσε πέρυσι η Ελλάδα, η οποία δεν αντιμετώπισε προβλήματα ξηρασίας και κατάφερε να αυξήσει την παραγωγή ελαιόλαδου από τους 220.000 τόνους το 2021 στους 330.000 τόνους το 2022.
Όμως, φέτος το καλοκαίρι τα προβλήματα πολλαπλασιάστηκαν και πλέον αναμένεται μείωση της παραγωγής και στην Ελλάδα κάτι που ήδη αποτυπώνεται στις τιμές. Το λάδι, αποτελεί ουσιαστικά “χρηματιστηριακό προϊόν” με τους εμπλεκόμενους στην αγορά να προεξοφλούν τις μεταβολές στα βασικά μεγέθη όπως είναι η παραγωγή αλλά και η κατανάλωση.
Αυτή η μείωση της ευρωπαϊκής παραγωγής κατά 40%, έχει φέρει τις τιμές χονδρικής στα επίπεδα που προαναφέρθηκαν χωρίς να αποκλείεται περαιτέρω άνοδος ειδικά για μικρές παρτίδες έξτρα παρθένου ελαιόλαδου. Στη μειωμένη παραγωγή, έρχονται να προστεθούν πλέον και άλλοι παράγοντες που επιδρούν στην τιμή όπως είναι η νέα άνοδος στις τιμές των καυσίμων, η αύξηση των υλικών συσκευασίας αλλά και η άνοδος των εργατικών καθώς τα λιγοστά διαθέσιμα εργατικά χέρια, ανεβάζουν το κόστος της συγκομιδής.
Το ερώτημα που πλέον μπαίνει στην αγορά, είναι αν θα επηρεαστεί η κατανάλωση. Προς το παρόν, δεν υπάρχουν τέτοιες ενδείξεις ενώ τα βασικά μεγέθη (παραγωγή κατανάλωση) φαίνεται να κινούνται σταθεροποιητικά και στις τέσσερις μεγάλες μεσογειακές χώρες.
Το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα το επόμενο χρονικό διάστημα, μένει να φανεί στην πράξη.