Tα αρνητικά επιτόκια και η ποσοτική χαλάρωση κατέστρεψαν το οικονομικό σύστημα της ΕΕ είπε ο γνωστός οικονομολόγος Daniel LaCalle αναφερόμενος στην πρόσφατη τραπεζική κρίση.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνει, τα αρνητικά επιτόκια καταστρέφουν το κερδοφόρο μέρος της βάσης περιουσιακών στοιχείων μιας τράπεζας και καμία πρωτοβουλία περικοπής κόστους δεν μπορεί να αντισταθμίσει αυτήν την απώλεια.
Επιπλέον, η ποσοτική χαλάρωση έχει μετατρέψει τα επενδυτικά σκέλη των ισολογισμών σε βραδυφλεγείς βόμβες.
Η Deutsche Bank είναι η τελευταία περίπτωση «που έσκασε», μετά τον «γίγαντα» Credit Suisse.
Ωστόσο, όλοι γνώριζαν ότι η ελβετική τράπεζα αντιμετώπιζε τεράστια προβλήματα και έλλειψη κερδοφορίας.
Από την άλλη, η Deutsche Bank ανέκαμπτε από ζημιές ετών.
Από το 2019, η γερμανική τράπεζα εφαρμόζει ένα σχέδιο εξισορρόπησης με στόχο την αύξηση της απόδοσης των ενσώματων ιδίων κεφαλαίων στο 8% (ROTE), μια τεράστια προσπάθεια μείωσης του κόστους και μια στροφή από την επενδυτική τραπεζική στις βασικές δανειοδοτικές δραστηριότητες.
Μετά από έτη ζημιών, ο δείκτης βασικού κεφαλαίου αυξήθηκε και άρχισαν να παράγονται, κάτι το οποίο δείχνει πως το σχέδιο αποδίδει.
Η Deutsche Bank ακολούθησε κατά γράμμα τις συστάσεις των αρχών και της κεντρικής τράπεζας.
Καμία στρατηγική δεν μπορεί να αντισταθμίσει τη διάβρωση του ισολογισμού που προκαλείται από τη νομισματική πολιτική και τη ρύθμιση.
Σύμφωνα όμως με τον LaCalle, η Credit Suisse, η Deutsche Bank και η Silicon Valley Bank δεν είναι η ρίζα του τραπεζικού ζητήματος.
Αυτά είναι τα συμπτώματα.
Ο τραπεζικός κλάδος δεν επλήγη από τις αυξήσεις επιτοκίων, αλλά από τα χρόνια αρνητικών επιτοκίων και τη νομισματική υπερβολή.
Σε μια εποχή που τα αρνητικά επιτόκια κατέστρεφαν την κύρια δραστηριότητά τους, οι ευρωπαϊκές τράπεζες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να γίνουν έστω και μετρίως κερδοφόρες και να ενισχύσουν τους ισολογισμούς τους.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, στο τέλος του 2022, ο συνολικός δείκτης Common Equity Tier 1 (CET1) ήταν 14,74%, ο συνολικός δείκτης Tier 1 ήταν 16,03% και ο συνολικός δείκτης συνολικών κεφαλαίων ήταν 18,68%.
Η οικονομική εκτροπή των αρνητικών επιτοκίων έχει καταστρέψει τα κερδοφόρα περιουσιακά στοιχεία κάθε τράπεζας.
Ως εκ τούτου, τα περισσότερα περιουσιακά στοιχεία δεν δημιουργούν κέρδος πάνω από το κόστος κεφαλαίου.
Επιπλέον, ο επενδυτικός κίνδυνος αυξήθηκε κατά την περίοδο της νομισματικής υπέρβασης, επισκιάζοντας κάθε ανάλυση κινδύνου.
Με άλλα λόγια, οι κεντρικές τράπεζες κατασκεύασαν μια ωρολογιακή βόμβα που, μετά την παράνοια των αρνητικών επιτοκίων και της διαρκούς ποσοτικής χαλάρωσης, έφτασε η ώρα να εκραγεί.
Ακόμη και σε στιγμές άνθησης, έκαναν τα περιουσιακά στοιχεία με τον χαμηλότερο κίνδυνο και αστάθεια, π.χ. τα κρατικά ομόλογα, εξαιρετικά ακριβά και ευμετάβλητα, αγοράζοντάς τα ακρίτως και δίχως έλεγχο.
Αλλά τι έγινε το 2022; Σύμφωνα με τον Lacalle, οι κεντρικές τράπεζες ανέφεραν αστρονομικές απώλειες στα χαρτοφυλάκια εθνικών ομολόγων τους.
Ειδικότερα, το 2022, η ΕΚΤ ανέφερε ζημίες 1,6 δισ. ευρώ, που έπρεπε να καλυφθούν με αναστροφή προβλέψεων.
Η Federal Reserve και η Τράπεζα της Αγγλίας υπέστησαν επίσης τεράστιες απώλειες.
Το οικονομικό κενό που προκλήθηκε από τη συσσώρευση «ασφαλών περιουσιακών στοιχείων» από την κεντρική τράπεζα έγινε το βραχνάς για πολλές χρηματοπιστωτικές εταιρείες.
Αυτές οι πανομοιότυπες μη πραγματοποιηθείσες ζημίες σε μια εμπορική τράπεζα, όταν συνδυάζονται με αρνητικές αποδόσεις δανείων και απώλειες καταθέσεων, υποδηλώνουν καταστροφή.
Γρήγορα, τα ίδια κεφάλαια της τράπεζας εξατμίστηκαν.
Πώς είναι δυνατόν; Το θέμα είναι η απουσία ρύθμισης;
Η ρύθμιση είναι η αιτία αυτού του κενού.
Σύμφωνα με τον κανονισμό, η ανάληψη κινδύνων του δημοσίου τομέα δεν απαιτεί κεφάλαια γιατί δεν υπάρχει κίνδυνος.
Τα αρνητικά επιτόκια επιβάλλονται με κανονισμό μέσω του επόπτη.
Η ρύθμιση τιμωρεί την αύξηση του δείκτη μετρητών.
Και είναι ο επόπτης που δημιουργεί τον κίνδυνο στα κρατικά ομόλογα αγοράζοντάς τα ανεξέλεγκτα ενώ τυπώνει χρήματα.
Η ρύθμιση και η εποπτεία ώθησαν τις τράπεζες να εκδώσουν μετατρέψιμα ομολογιακά δάνεια άνω των 250 δισεκατομμυρίων δολαρίων (AT1 ή CoCos).
Αυτά τα ομόλογα έχουν μια ιδιαίτερα σημαντική ιδιαιτερότητα σε σχέση με το μετοχικό κεφάλαιο, διότι εάν το υψηλότερο ποιοτικό κεφάλαιο της οικονομικής οντότητας πέσει κάτω από το 6% -χαμηλότερο ποσοστό από τον κανόνα για τις τράπεζες το 2008- μετατρέπονται αμέσως σε μετοχές και η τράπεζα ανακεφαλαιοποιείται αυτόματα.
Πράγματι, είναι καταπληκτική ιδέα…
Μέχρι να προκληθεί μια μεγάλη κατάρρευση του χρηματιστηρίου, όπως γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν αγοράσει ένα μετατρέψιμο ομόλογο.
Δεν υπάρχει απόδοση χωρίς κίνδυνο και εάν ένα μετατρέψιμο ομόλογο προσφέρει απόδοση 15%, αυτό δεν οφείλεται στη γενναιοδωρία του εκδότη αλλά στον εξαιρετικά υψηλό κίνδυνο του ομολόγου.
Ένα μετατρέψιμο ομόλογο είναι καλό χρηματοοικονομικό μέσο εάν οι επενδυτές έχουν απόλυτη πίστη στον ισολογισμό του εκδότη.
Όταν η εμπιστοσύνη φθείρεται, το ομόλογο μειώνει την τιμή της μετοχής και η τιμή της μετοχής, με τη σειρά της, μειώνει την τιμή του ομολόγου, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο που επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα.
Η πλειοψηφία των επενδυτών δεν μπορεί να κατέχει τις μετοχές εάν αυτά τα ομόλογα γίνουν μετοχές.
Ως εκ τούτου, πρέπει να τα πουλήσουν ή να υποστούν ένα βραχυκύκλωμα ιδίων κεφαλαίων για να μετριάσουν τον κίνδυνο.
Φυσικά, το πρόβλημα δεν οφείλεται στο χρηματοοικονομικό εργαλείο αυτό καθ’ αυτό, αλλά μάλλον στον εφησυχασμό όσων πιστεύουν ότι η ύπαρξη αυτού του μέσου εξαλείφει την ανάγκη εξομάλυνση της πολιτικής.
Οι ισολογισμοί των τραπεζών έχουν καταστραφεί από τη νομισματική πολιτική και τη ρύθμιση.
Για την αποφυγή χρηματοπιστωτικών κρίσεων, οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει επίσης να καταργήσουν την ποινή για αποταμίευση και το κίνητρο για συσσώρευση κρατικών ομολόγων.
Σημειώνεται πως οι κρίσεις προκαλούνται πάντα από τη δημιουργία θέσεων σε περιουσιακά στοιχεία που θεωρείται ότι δεν ενέχουν σχεδόν κανένα κίνδυνο.
Θέλατε αρνητικά επιτόκια και ανεξέλεγκτο τύπωμα χρημάτων, σωστά;
Δανεισμός χωρίς οικονομικά κριτήρια;
Αυτές είναι οι επιπτώσεις.