Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσπαθεί να αντιμετωπίσει ρεκόρ του πληθωρισμού, που έφτασε στο 8,1% στην ευρωζώνη, τον Μάιο.
Για πρώτη φορά σε περισσότερα από δέκα χρόνια, τα βασικά επιτόκια στη ζώνη του ευρώ θα αυξηθούν.
Σύμφωνα με τη δήλωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), σταματούν οι αγορές περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων του (APP) από την 1η Ιουλίου 2022.
Το επιτόκιο καταθέσεων θα πρέπει να αυξηθεί κατά 25 μονάδες βάσης τον Ιούλιο, ανακοινώνει η ΕΚΤ, η οποία σκοπεύει έτσι να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό που έφτασε σε ρεκόρ στην ευρωζώνη, στο 8,1% τον Μάιο.
Σύμφωνα με τις αποφάσεις της ΕΚΤ για τη νομισματική πολιτική, η Κεντρική Τράπεζα επιβεβαιώνει ότι θέτει τέλος στις αγορές περιουσιακών στοιχείων.
Τους τελευταίους τρεις μήνες, οι αγορές περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ μειώθηκαν από 40 δισ. ευρώ τον Απρίλιο σε 30 δισ. ευρώ τον Μάιο και μετά σε 20 δισ. ευρώ αυτόν τον μήνα.
Όσον αφορά το πρόγραμμα αγοράς έκτακτης ανάγκης για πανδημία (PEPP), το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύσει τις πληρωμές κεφαλαίων από τίτλους λήξεως που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος τουλάχιστον έως το τέλος του 2024.
Συμφωνα με την ΕΚΤ, σε περίπτωση κατακερματισμού της αγοράς που σχετίζεται με την πανδημία, οι επανεπενδύσεις PEPP μπορούν να προσαρμόζονται με ευελιξία ανά πάσα στιγμή, σε σχέση με το χρόνο, τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και τις δικαιοδοσίες. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την αγορά ομολόγων που εκδίδονται από την Ελληνική Δημοκρατία.
Το ΔΣ της ΕΚΤ προέβη σε προσεκτική επανεξέταση των προϋποθέσεων που, σύμφωνα με τις μελλοντικές οδηγίες του, θα πρέπει να πληρούνται προτού αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ. Ως αποτέλεσμα αυτής της αξιολόγησης, το Διοικητικό Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.
Η ΕΚΤ σκοπεύει να αυξήσει τα βασικά επιτόκια κατά 25 μονάδες βάσης στη σύνοδο νομισματικής πολιτικής του Ιουλίου. Εν τω μεταξύ, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να διατηρήσει αμετάβλητα το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης καταθέσεων στο 0,00%, 0,25% και -0,50% αντίστοιχα.
Αναφορικά με τον πληθωρισμό η ΕΚΤ θα διασφαλίσει ότι θα επιστρέψει στο στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκη Κεντρική Τράπεζα, τον Μάιο ο πληθωρισμός αυξήθηκε και πάλι σημαντικά, κυρίως λόγω της αύξησης των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, μεταξύ άλλων λόγω των επιπτώσεων του πολέμου. Ωστόσο, οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν διευρυνθεί και ενταθεί, με τις τιμές για πολλά αγαθά και υπηρεσίες να αυξάνονται έντονα.
Οι νέες προβλέψεις της ΕΚΤ δείχνουν ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει αυξημένος για κάποιο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, η συγκράτηση του ενεργειακού κόστους, η χαλάρωση των διαταραχών του εφοδιασμού που σχετίζονται με την πανδημία και η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής αναμένεται να οδηγήσουν σε μείωση του πληθωρισμού.
Οι νέες προβλέψεις προβλέπουν ετήσιο πληθωρισμό στο 6,8% το 2022, προτού να μειωθεί στο 3,5% το 2023 και στο 2,1% το 2024 – υψηλότερος από ό,τι στις προβλέψεις του Μαρτίου.
Όσον αφορά στην ανάπτυξη, η ΕΚΤ προβλέπει ότι λόγω της αδικαιολόγητης επιθετικότητας της Ρωσίας προς την Ουκρανία η οικονομία επιβραδύνεται. Ο πόλεμος στην Ουκρανία διαταράσσει το εμπόριο, οδηγεί σε ελλείψεις υλικών και συμβάλλει σε υψηλές τιμές ενέργειας και εμπορευμάτων.
Αυτοί οι παράγοντες θα συνεχίσουν να επηρεάζουν την εμπιστοσύνη και να περιορίζουν την ανάπτυξη, ειδικά βραχυπρόθεσμα. Ωστόσο, υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να συνεχίσει να αναπτύσσεται η οικονομία λόγω του συνεχιζόμενου ανοίγματος της οικονομίας, μιας ισχυρής αγοράς εργασίας, της δημοσιονομικής στήριξης και των αποταμιεύσεων που συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Μόλις υποχωρήσουν οι σημερινοί αντίθετοι άνεμοι, η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να ανακάμψει ξανά. Αυτή η προοπτική αντανακλάται σε γενικές γραμμές στις προβλέψεις της ΕΚΤ που κάνουν λόγο για ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ σε 2,8% το 2022, 2,1% το 2023 και 2,1% το 2024.