Η κυβέρνηση της Ισπανίας ανακοίνωσε σήμερα μείωση του φόρου εισοδήματος για τις μεσαίες τάξεις και τους χαμηλόμισθους προκειμένου να αντισταθμίσει τον αντίκτυπο του πληθωρισμού στην αγοραστική δύναμη, σε ένα πλαίσιο δημοσιονομικού μπρα-ντε-φερ με την αντιπολίτευση.
Από το δημοσιονομικό αυτό μέτρο θα επωφεληθούν από το ερχόμενο έτος όσοι έχουν ετήσιο μισθό κάτω των 21.000 ευρώ, δηλ. ένας στους δύο φορολογουμένους, δήλωσε η υπουργός Προϋπολογισμού Μαρία Χεσούς Μοντέρο. Το κόστος εκτιμάται σε 1,9 δισεκ. ευρώ για δύο χρόνια, διευκρίνισε.
Η κυβέρνηση επιβεβαίωσε εξάλλου την επιβολή ενός προσωρινού, έκτακτου φόρου στους πιο εύπορους φορολογουμένους προκειμένου να χρηματοδοτήσει τα μέτρα που έχει λάβει για να μετριάσει τον αντίκτυπο της εκτόξευσης του πληθωρισμού.
«Αυτός ο φόρος αλληλεγγύης στις μεγάλες περιουσίες», που θα ισχύσει το 2023 και το 2024, θα επηρεάσει τα άτομα που η καθαρή αξία της περιουσίας τους υπερβαίνει τα 3 εκατομμύρια ευρώ, δηλ. το 0,1% των φορολογουμένων, υπογράμμισε η Μοντέρο. Αναμένεται να αποφέρει 1,5 δισεκ. ευρώ μέσα σε δύο χρόνια.
Οι ανακοινώσεις αυτές γίνονται ενώ βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη μια δημοσιονομική «μάχη» ανάμεσα στην κυβέρνηση του σοσιαλιστή πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσεθ και στο συντηρητικό δεξιό Λαϊκό Κόμμα (PP), το μεγαλύτερο της αντιπολίτευσης, που ανακοίνωσε μειώσεις φόρων σε πολλές περιφέρειες τις οποίες κυβερνά όπως στην Ανδαλουσία.
Η Ισπανία είναι μια πολύ αποκεντρωμένη χώρα όπου οι περιφέρειες διαθέτουν ευρείες αρμοδιότητες, κυρίως στα δημοσιονομικά.
Αυτές οι μειώσεις φόρων, που αφορούν κυρίως στην περίπτωση της Ανδαλουσίας, τον φόρο περιουσίας, επικρίθηκαν από την αριστερά, που κατήγγειλε μια πολιτική «δημοσιονομικού ντάμπινγκ», που διαλύει την ισορροπία ανάμεσα στις περιφέρειας σε μια στιγμή όπου η Ισπανία βρίσκεται αντιμέτωπη με πολλές δαπάνες.
Απέναντι σε έναν καλπάζοντα πληθωρισμό, που επιβραδύνθηκε στο 9% τον Σεπτέμβριο αφού πέρασε το όριο του 10% επί τρεις μήνες, η Ισπανία πολλαπλασίασε τους τελευταίους μήνες τα μέτρα υποστήριξης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, όπως οι επιδοτήσεις καυσίμων, η ανάληψη ενός μέρους των εισιτηρίων των δημόσιων μέσων μαζικής μεταφοράς και η αύξηση των συντάξεων.
Το συνολικό ποσό των διαφόρων αυτών σχεδίων βοήθειας εκτιμήθηκε κοντά στα 30 εκατ. ευρώ από τον Σάντσεθ, που ισοδυναμεί με το 2,3% του ΑΕΠ της χώρας.