Μία παγκόσμια τραπεζική κρίση φαίνεται πως ξεκίνησε στις 8 Μαρτίου, με την ανακοίνωση της Silvergate ότι τερματίζει τις δραστηριότητές της μετά την φυγή των πελατών της αλλά τότε ήταν πολύ νωρίς για να γίνει αντιληπτό.
Η τράπεζα της La Jolla, στην Καλιφόρνια, εξυπηρετούσε κυρίως τη βιομηχανία κρυπτονομισμάτων.
Δύο ημέρες αργότερα, οι ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ έκλεισαν την Silicon Valley Bank μετά από ένα bank run.
Η SVB ήταν ο βασικός χρηματοδότης των νεοφυών επιχειρήσεων, των λεγόμενων startups και ειδικότερα των μικρών επιχειρήσεων στην περιοχή του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο.
H κατάρρευσή της χτυπάει έναν τομέα των ΗΠΑ που τις «πονάει». Αυτόν της τεχνολογίας και της καινοτομίας.
Στις 12 Μαρτίου, οι ρυθμιστικές αρχές έκλεισαν την Signature Bank στη Νέα Υόρκη λόγω φόβων ότι δεν είχε ρευστότητα, επειδή οι πελάτες έκαναν επίσης μαζικές αναλήψεις μετρητών.
Η τράπεζα είχε επικεντρωθεί σε πελάτες κρυπτονομισμάτων.
Με λίγα λόγια επιβεβαιώνεται η βιβλική ρήση από το Άσμα Ασμάτων της Αγίας Γραφής: «Οι μικρές αλεπούδες καταστρέφουν την άμπελο».
Δηλαδή, ποτέ δεν είναι μία τράπεζα τόσο ασήμαντη για να μην αποτελεί απειλή για τις σύγχρονες οικονομίες που στηρίζονται κυρίως στον «αέρα».
Η απορία όλων είναι τι συνέβη στην SVB.
Η τράπεζα χρησιμοποίησε μέρος των μετρητών της για να επενδύσει σε στεγαστικά δάνεια με κρατική εγγύηση.
Όταν η SVB αγόρασε τα ομόλογα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τα επιτόκια ήταν πολύ χαμηλά.
Αλλά τα επιτόκια αυξήθηκαν κατακόρυφα, καθώς η Fed από το 2021 και μετά καταπολεμά τον πληθωρισμό.
Με λίγα λόγια η πανδημία δημιούργησε ευκαιρίες που κάποιοι θέλησαν να τις εκμεταλλευτούν. ‘Οταν όμως αυτή τελείωσε και ο κόσμος επέστρεψε στην κανονικότητα, άλλαξαν και οι συνθήκες που δημιούργησαν αυτές τις ευκαιρίες με αποτέλεσμα να μετατραπούν σε εφιάλτες.
Δεδομένου ότι οι τιμές των ομολόγων πέφτουν καθώς τα επιτόκια αυξάνονται, αυτά τα παλαιότερα ομόλογα με χαμηλά επιτόκια μπορούσαν να πωληθούν μόνο σε πολύ χαμηλότερες τιμές από τα νέα ομόλογα που φέρουν υψηλότερα επιτόκια.
Και τα ενυπόθηκα δάνεια, όπως αυτά στα οποία επένδυσε η SVB, είναι ακόμη πιο ευαίσθητα, διότι όταν τα επιτόκια ανεβαίνουν, οι άνθρωποι τείνουν να μην αποπληρώνουν πρόωρα τα ενυπόθηκα δάνειά τους με αναχρηματοδότηση.
Ταυτόχρονα η συντριπτική πλειοψηφία των πελατών της SVB, δηλαδή οι εταιρείες τεχνολογίας κάποια στιγμή θα έβλεπαν τις ταμειακές τους ροές να περιορίζονται καθώς τα κέρδη τους τα κατέγραψαν κατά την διάρκεια της πανδημίας όταν όλοι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους ή είχαν περιορίσει στο ελάχιστο τις μεταφορές τους και τις εξωτερικές δραστηριότητες.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι νεοσύστατες επιχειρήσεις τεχνολογίας κατέγραφαν μεγάλα κέρδη γιατί ήταν ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ.
Μετά την έξοδο από την πανδημία όμως τα πράγματα άλλαξαν, έγιναν πιο «πραγματικά» καθώς οι άνθρωποι βγήκαν από τα σπίτια τους.
Έτσι όλες αυτές οι επιχειρήσεις άρχισαν να έχουν προβλήματα ρευστότητας και αναζητούσαν κεφάλαια για να συνεχίσουν τις εργασίες τους.
Αυτό που δεν έχει κατανοήσει ο κόσμος στην σημερινή εποχή είναι πως δεν υπάρχουν θησαυροφυλάκια όπου κάνει μπάνιο στα λεφτά ο Σκρουτζ Μακ Ντακ.
Τα λεφτά πλέον αποκαλούνται «ρευστότητα» που σημαίνει αναχρηματοδότηση χρεών και αναγκών.
Δεν υπάρχει πλούτος με την παλαιά έννοια, αλλά διαχείριση πλούτου και αυτό έχει επιπτώσεις.
Σήμερα φαίνεσαι πλούσιος (ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ), αύριο κάτι «στραβώνει» και δεν φαίνεσαι πλούσιος πια.
Για να καλύψουν τα έξοδά τους και να παραμείνουν στη ζωή, άρχισαν να καταφεύγουν στις καταθέσεις τους στην SVB.
Ως αποτέλεσμα, «η SVB αναγκάστηκε να ικανοποιήσει τα ολοένα και πιο μεγάλα αιτήματα ανάληψης των πελατών της, πουλώντας τα ομόλογα χαμηλού επιτοκίου που αγόραζαν σε απότομα μειωμένες τιμές, γεγονός που τους έφερε οικονομικές απώλειες», εξηγεί ο Morris Pearl, πρώην διευθύνων σύμβουλος της BlackRock.
“Τελικά, τα πράγματα έγιναν τόσο άσχημα που η SVB δεν μπορούσε να πληρώσει όλους τους καταθέτες της και αναγκάστηκε να κλείσει τις πόρτες της”.
Τι έκαναν λοιπόν οι περιφερειακές τράπεζες; Επένδυαν σε τίτλους του Δημοσίου και σε άλλους έντοκους λογαριασμούς που δημιούργησε η Federal-Reserve και έτσι δεν πλήρωναν τίποτα για τις καταθέσεις τους, αφού τα επιτόκια ήταν σχεδόν μηδενικά μέχρι το δεύτερο εξάμηνο του 2021.
Με λίγα λόγια δανειζόντουσαν με 0% από την FED και κερδίζανε ένα 3% περίπου, το οποίο φάνταζε τότε και ήταν ένα σημαντικό κέρδος.
Όμως οι έξι μεγάλες αμερικανικές τράπεζες, οι JP Morgan, Morgan Stanley, Wells Fargo, Bank of America, Citigroup, Goldman Sachs είναι διαφοροποιημένες και δεν εξαρτώνται από έναν μόνο οικονομικό τομέα όπως η οικονομία των startups.
Έχουν επίσης ομάδες διαχείρισης κινδύνων κάτι που δεν είχε η SVB για μεγάλο χρονικό διάστημα ενώ διόρισε έναν μόλις τον Ιανουάριο.
Με λίγα λόγια οι περιφερειακές τράπεζες φέρονται σαν συστημικές αλλά δεν έχουν τα προσόντα για να το κάνουν αυτό με αποτέλεσμα να είναι εκτεθειμένες σε καταστροφικά σενάρια.
Τώρα σε ότι αφορά τις μετοχές τα πράγματα είναι απλά: Οι αγορές χτυπούν πάντα κάποιον που παρουσιάζει αδυναμία, δηλαδή επιτίθενται μόλις μυρίσουν «αίμα», ότι έγινε με την Credit Suisse, μια ευρωπαϊκή τράπεζα που έχει εκτεθεί από επανειλημμένα σκάνδαλα από το 2021.
Ο πρόεδρος Joe Binde δήλωσε σχετικά: «Οι Αμερικανοί μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη ότι το τραπεζικό σύστημα είναι ασφαλές» αλλά ποιος τον πιστεύει.
Άλλωστε είναι η κυβέρνησή του που αύξησε τα επιτόκια με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί από το πουθενά αυτή η οικονομική θύελα.
Και το να τυπώσει κι άλλα τρισ.δολάρια δεν είναι λύση όπως θέλει να πιστεύει καθώς καθιστά το δολάριο «χαρτί γενικής χρήσεως».
Καταιγιστικός ήταν χθες ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλάντιμιρ Πούτιν για την τραπεζική κρίση στις δυτικές χώρες και για τι έχει προκαλέσει η «άμυαλη» διαρκής εκτύπωση χρήματος χωρίς αντίκρισμα σε ΗΠΑ και ΕΕ:
«Η κρίση ξεκίνησε απ’ τις εποχές των μέτρων κατά της πανδημίας, όπου ορισμένες αναπτυγμένες οικονομίες καταχράστηκαν τη μονοπωλιακή τους δύναμη, όσον αφορά τα νομισματικά μονοπώλια.
Άνοιξαν τη μηχανή τυπώματος στις ΗΠΑ και τύπωσαν 5,9 τρισεκατομμύρια δολάρια! Αυτό αντιστοιχεί στο 38% όλων των κυκλοφορούντων χρημάτων!
Τα τύπωσαν σε διάστημα δύο ετών, κάτι που είναι χοντρικά το ποσό που τυπώθηκε τα προηγούμενα 40 χρόνια.
Το ίδιο ποσοστό και στη Ευρωζώνη, τύπωσαν 2,5 τρισεκατομμύρια!
Κι εμείς χρησιμοποιήσαμε μια παρόμοια τακτική.
Αλλά ήμασταν πολύ προσεκτικοί, έγινε με μέτρο κι έτσι αυτό δεν οδήγησε σε ένα τέτοιο κύμα πληθωρισμού….»