Η Δύση πρέπει να σταματήσει να εισάγει ενέργεια από τη Ρωσία λόγω του πολέμου στην Ουκρανία; Το ερώτημα τέθηκε από την αρχή της ρωσικής επέμβασης και ακόμη δεν έχει απαντηθεί. 

Το ρήγμα στους κόλπους της Ε.Ε. για το αν θα πρέπει να επιβληθεί τελικά εμπάργκο στο φυσικό αέριο από τη Ρωσία επιβεβαιώθηκε στο πρόσφατο Eurogroup.

Η γερμανική κυβέρνηση είναι αντίθετη σε ένα τέτοιο εμπάργκο, καθώς στη Γερμανία ένα στα δύο διαμερίσματα θερμαίνεται με φυσικό αέριο. Δεν είναι μόνο η Γερμανία. Χώρες όπως η Ιταλία και η Αυστρία εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το ρωσικό φυσικό αέριο.

Οπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο Αυστριακός υπουργός Εξωτερικών Αλεξάντερ Σάλενμπεργκ«Πάντα λέγαμε, όταν πρόκειται για κυρώσεις, ότι πρέπει να βάλλουν αυτούς που στοχεύουμε και να μην επιστρέφουν σε εμάς σαν μπούμερανγκ», αμφισβητώντας ανοιχτά τη χρησιμότητα τέτοιου είδους κυρώσεων.

Το Βερολίνο εξακολουθεί να κάνει ό,τι μπορεί για να αποτρέψει ένα τέτοιο σενάριο, παρά την αυξανόμενη πίεση από τις Ηνωμένες Πολιτείες και κάποιους εταίρους στο ΝΑΤΟ που πιέζουν για εμπάργκο. Η Γερμανία γνωρίζει ότι, αν ο εφοδιασμός με φυσικό αέριο από τη Ρωσία σταματήσει, έστω και βραχυπρόθεσμα, απειλείται με μια πρωτοφανή οικονομική κρίση.

Εξάρτηση

Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρώπη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ενέργεια που εισάγει από τη Ρωσία. Ενώ οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τη σχετικά μικρή ποσότητα καυσίμου που λαμβάνουν από τη Μόσχα, η Ευρώπη δεν θα μπορούσε, τουλάχιστον όχι άμεσα.

Οι περιορισμοί στις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου και η αβεβαιότητα μπορεί να εκτινάξουν τις ήδη πολύ υψηλές τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και να πιέσουν τους καταναλωτές, τις επιχειρήσεις, τις αγορές και ακόμη περισσότερο την παγκόσμια οικονομία που ήδη βρίσκεται αντιμέτωπη με τις συνέπειες της πανδημίας αλλά και της κρίσης στην εφοδιαστική αλυσίδα.

Η Ευρωπαϊκή Ενωση προσπαθεί να βρει εναλλακτικές πηγές στο φυσικό αέριο, στον άνθρακα και στο πετρέλαιο που εισάγει από τη Ρωσία, αλλά αυτό δεν είναι εύκολο ούτε μπορεί να γίνει τους ερχόμενους μήνες.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δεν θα μπορούσαν να κάνουν χωρίς ρωσικό αέριο έως το καλοκαίρι του 2024. Ακόμη και τότε όμως, η Γερμανία και η Ιταλία, για παράδειγμα, θα εξακολουθούσαν να εξαρτώνται από τη Ρωσία για το 10%-20% των αναγκών τους σε φυσικό αέριο. Το 2021 το ρωσικό φυσικό αέριο κάλυπτε πάνω από το 45% της εγχώριας κατανάλωσης στην Ελλάδα, ενώ τον Ιανουάριο υποχώρησε για πρώτη φορά στο 33%.

Ο Αντρέι Ιλαριόνοφ, πρώην σύμβουλος του Βλαντιμίρ Πούτιν

Θα πονέσει η Μόσχα

Προ ημερών ένας πρώην σύμβουλος του Βλαντιμίρ Πούτιν που ζει στις ΗΠΑ υποστήριξε ότι η Μόσχα «δεν έχει πάρει στα σοβαρά» τις απειλές άλλων χωρών ότι θα μειώσουν τη χρήση ενέργειας. Ο Αντρέι Ιλαριόνοφ επισήμανε ότι πέρυσι, λόγω της εκτίναξης των τιμών, το 36% των κυβερνητικών δαπανών της Ρωσίας καλύφθηκε από τα έσοδα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Μεγάλο μέρος αυτών προέρχεται από την Ε.Ε. Αν οι χώρες της Δύσης «προσπαθούσαν να εφαρμόσουν ένα αληθινό εμπάργκο στις εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη Ρωσία… θα στοιχημάτιζα ότι περίπου σε έναν ή δύο μήνες οι ρωσικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία θα σταματούσαν» συμπλήρωσε.

Όμως, παρότι η Δύση διακόπτει τους οικονομικούς δεσμούς της με τη Ρωσία, ο πόλεμος συνεχίζεται. Και όχι μόνο. Οι εξαγωγές αργού πετρελαίου της Ρωσίας βρίσκονται στην πραγματικότητα σε άνοδο.

Ινδία και Κίνα

Χάρη στη νέα ζήτηση από την Ινδία και τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια με την Κίνα η Ρωσία εξάγει περισσότερο αργό πετρέλαιο. Η χώρα εξήγαγε ρεκόρ 4.700.000 βαρελιών την ημέρα έως το 2021, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας. Αυτό επέτρεψε στη ρωσική κυβέρνηση να συνεχίσει να βάζει στα κρατικά ταμεία 1 δισ. δολάρια την ημέρα μόνο από το πετρέλαιο, ποσό που ήταν ζωτικής σημασίας για να στηριχτεί το ρούβλι και να χρηματοδοτηθεί η ρωσική εισβολή.

Η Ε.Ε. βασίζεται στη Ρωσία για περίπου το 40% του φυσικού αερίου της και περίπου το 27% των εισαγωγών πετρελαίου της. Συγκριτικά, οι ρωσικές εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου αντιστοιχούσαν σε λιγότερο από το 2% της προμήθειας των ΗΠΑ. Αυτό αφήνει την Ε.Ε. και την Αγγλία πολύ πιο ευάλωτες σε μια πληθωριστική κρίση.

Οι ευρωπαϊκές χώρες θα μπορούσαν να απαγορεύσουν πλήρως τη ρωσική ενέργεια, αλλά κάτι τέτοιο θα προκαλούσε μια απότομη άνοδο των τιμών. Το αργό πετρέλαιο και το φυσικό αέριο είναι επίσης βασικά σε πολλές διαδικασίες παραγωγής. Οι παραγωγοί λιπασμάτων, για παράδειγμα, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το φυσικό αέριο και το υψηλότερο κόστος θα ανάγκαζε αυτές τις εταιρίες να αυξήσουν τις τιμές τους. Ωστόσο, το κόστος των λιπασμάτων είναι ήδη ιστορικά υψηλό, με ό,τι αυτό σημαίνει για την ακρίβεια στα τρόφιμα αλλά και την επισιτιστική ασφάλεια.

Σενάριο-σοκ για τη γερμανική οικονομία

Σύμφωνα με κοινή οικονομική εκτίμηση πέντε κορυφαίων γερμανικών ινστιτούτων οικονομικών ερευνών, σε περίπτωση άμεσης διακοπής των ρωσικών προμηθειών φυσικού αερίου η γερμανική οικονομία θα κινδύνευε με ζημιά ύψους 220 δισ. ευρώ τόσο το 2022 όσο και το 2023.

Αυτό θα ισοδυναμούσε με περισσότερο από το 6,5% του ετήσιου ΑΕΠ της Γερμανίας. Αν διακοπούν οι προμήθειες φυσικού αερίου, η γερμανική οικονομία θα υποστεί απότομη ύφεση, δήλωσε ο Στέφεν Κουθς, αντιπρόεδρος και επικεφαλής ερευνών για επιχειρήσεις και ανάπτυξη στο Ινστιτούτο του Κίελου για την Παγκόσμια Οικονομία.

Τα ινστιτούτα υποβάθμισαν την αύξηση του ΑΕΠ για το 2022 σε 2,75 από 4,8% λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία και των οικονομικών του επιπτώσεων, ενώ παράλληλα αναμένουν ότι ο πληθωρισμός θα φτάσει το 6,1% το 2022, στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 40 ετών. «Σε περίπτωση διακοπής του ενεργειακού εφοδιασμού, θα αυξανόταν ακόμη και στο 7,3%, επίπεδο ρεκόρ στη μεταπολεμική Γερμανία» αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Η Κοινή Οικονομική Πρόβλεψη εκπονήθηκε από το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW Βερολίνου), το Ινστιτούτο ifo (Μόναχο), το Ινστιτούτο για την Παγκόσμια Οικονομία του Κίελου (IfW), το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών του Χάλε (IWH) και το RWI Essen.