Η οικονομική καταστροφή της Ελλάδας, λόγω της πολιτικής της κυβέρνησης σε μια σειρά από θέματα, από τον Covid-19 έως και την ενεργειακή κρίση, επαναφέρει την κρίση των ομολόγων.
Όπως αναφέρει το σημερινό πρωτοσέλιδο των Financial Times η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με το αυξημένο κόστος δανεισμού καθώς ήδη η αγορά ομολόγων αρχίζει να προεξοφλεί στροφή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε πιο αυστηρή νομισματική πολιτική, με πιθανό πρόωρο τερματισμό του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης και αύξηση επιτοκίου μέσα στο τρέχον έτος ως απάντηση στο παγκόσμιο κύμα πληθωρισμού.
Όπως επισημαίνεται σε δημοσίευμα των Financial Times, η ΕΚΤ έχει ακολουθήσει προσεκτική γραμμή σχετικά με την προοπτική ανόδου των επιτοκίων για αρκετούς μήνες, υποσχόμενη να διατηρήσει ευνοϊκές τις συνθήκες χρηματοδότησης έως ότου η οικονομία της ευρωζώνης ανακάμψει από την πανδημία ενώ θεωρεί βέβαιο ότι ο πληθωρισμός θα σταθεροποιηθεί στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα.
Ωστόσο, η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ σε μία χαρακτηριστική αναδίπλωση, αρνείται πλέον να αποκλείσει μια πιθανή άνοδο των επιτοκίων φέτος -όπως είχε κάνει μόλις εβδομάδες νωρίτερα– επισημαίνοντας την «ομόφωνη ανησυχία» που υπάρχει στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό ο οποίος κατέγραψε ρεκόρ στην Ευρωζώνη 5,1% τον Ιανουάριο.
Τι αποκαλύπτουν Deutsche Bank και Morgan Stanley
Προβληματισμός φαίνεται να κυριαρχεί μεταξύ των αναλυτών στις διεθνείς αγορές ομολόγων για τις επιπτώσεις που έχει η τρέχουσα περίοδος ανατιμήσεων, λόγω των αυξήσεων διεθνώς στα προϊόντα ενέργειας, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Τους τελευταίους μήνες οι αποδόσεις όλων των κρατικών ομολόγων έχουν πάρει την ανιούσα, με τους γερμανικούς τίτλους μάλιστα να περνούν σε θετικές αποδόσεις, ενώ «παραδοσιακά» είχαν κόστος ως ασφαλές καταφύγιο για τους επενδυτές.
Ως «δείκτη» για τα ομόλογα των χωρών μελών της ΕΕ και της Ευρωζώνης, χρησιμοποιούν πολλοί τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασαν μετά τις δηλώσεις Λαγκάρντ την Δευτέρα. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, παρότι προσπάθησε να είναι καθησυχαστική, πρακτικά επιβεβαίωσε ότι λόγω των πληθωριστικών κινδύνων, θα υπάρξει σταδιακή σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής στην ευρωζώνη. Τα ελληνικά ομόλογα ήταν τα μόνα που δεν φάνηκε να ωφελούνται ουσιαστικά από αυτές τις δηλώσεις, αμέσως μετά.
H Deutsche Bank σε ανάλυσή της σημειώνει ότι οι επενδυτές πρέπει να παρακολουθούν τα ελληνικά ομόλογα, που την Δευτέρα είδαν την απόδοσή τους να αυξάνεται κατά 25 μονάδες βάσης (0,25%) για να υποχωρήσει μετά τις δηλώσεις Λαγκάρντ κατά σημαντικά λιγότερο. Τελικά, έκλεισε την ημέρα μόνο 6,1 μονάδες βάσης κάτω από το υψηλό ημέρας, στο 2,45% και ημερήσια αύξηση 22 μονάδων βάσης (βρισκόταν κοντά στο 0,5% το περασμένο καλοκαίρι), ενώ οι περισσότεροι ευρωπαϊκοί τίτλοι είδαν τις αποδόσεις τους να μειώνονται.
Αντίθετα, η αμερικανική JP Morgan επιμένει να συστήνει μακροπρόθεσμες επενδύσεις στα ελληνικά ομόλογα έναντι των υπόλοιπων της περιφέρειας, βλέποντας ότι οι υψηλές αποδόσεις θα ανταμείψουν τους τολμηρούς επενδυτές. Προβλέπουν ότι οι αποδόσεις των ομολόγων της ευρωπαϊκής περιφέρειας θα αυξηθούν από τις αγορές, αλλά τελικά η ΕΚΤ θα αντιμετωπίσει τις πιέσεις. Για την Ελλάδα προβλέπει ότι το spread του 10ετούς ομολόγου έναντι του γερμανικού θα συρρικνωθεί σταδιακά τους επόμενους μήνες.
Το σημαντικότερο ωστόσο που προκύπτει από τα παραπάνω, είναι ότι σε μία ακόμη κρίση, οι ελληνικοί τίτλοι του Δημοσίου έχουν ήδη μπει στο μάτι των κερδοσκόπων λόγω της διαφαινόμενης κρίσης στις τιμές ενέργειας, με το δημόσιο χρέος της χώρας να παραμένει σε ύψος ρεκόρ…