Δυσβάσταχτο είναι το φορολογικό βάρος για τις οικογένειες με παιδιά στην Ελλάδα όπως προκύπτει από την έκθεση Going for Growth του ΟΟΣΑ.
Όπως επισημαίνεται μια οικογένεια με μέσο μισθό , που σύμφωνα με τα στοχεία της ΕΕ ανέρχεται σε περίπου 900 ευρώ, καλείται πληρώνει το 38,2% του εισοδήματός της στην εφορία όταν ο μέσος όρος στα κράτη-μέλη του οργανισμού δεν ξεπερνά το 30% ενώ π.χ. στην Ιρλανδία βρίσκεται στο 13,6%.
Την ίδια ώρα στην Ελλάδα του 2017, όπως επισημαίνει η Καθημερινή, εφαρμοζόταν ο τέταρτος υψηλότερος συντελεστής φορολόγησης φυσικών πρόσωπων που φτάνει το 55% μαζί με την ειδική εισφορά αλληλεγγύης. Σε υψηλότερη θέση είναι μόνο η Σουηδία με τον συντελεστή να διαμορφώνεται στο 57,1%, η Δανία με 55,8% και η Πορτογαλία με 56,2%. Αντίθετα, η Βουλγαρία από το 2008 μέχρι και σήμερα διατηρεί σταθερό τον συντελεστή στο 10%.
Την ίδια ώρα όπως καταγράφεται στην έκθεση του ΟΟΣΑ οι άνεργοι λαμβάνουν επιδόματα που θα φτάνουν το 42% του εισοδήματος που ελάμβαναν ως εργαζόμενοι Το αντίστοιχο ποσό στη Τσεχία και στην Ιταλία ανέρχεται στο 72,8% του εισοδήματος, στην Ολλανδία στο 78,9% και στο Λουξεμβούργο στο 90,8%.
Τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα για τους μακροχρόνια ανέργους καθώς μετά από πέντε χρόνια απουσίας από την αγορά εργασίας ένας άνεργος στην Ελλάδα παίρνει σχεδόν το 6,6% του εισοδήματος που λάμβανε πριν απολυθεί. Αντίθετα, στην Τσεχία συνεχίζει να παίρνει το 54,8 του εισοδήματος, στο Λουξεμβούργο το 67,9% και στην Ολλανδία το 66,87%.
Η κακή εικόνα της Ελλάδας εμφανίζεται και στον χώρο της εκπαίδευσης. Στην έκθεση επισημαίνεται πως η Ελλάδα έχει μεν υψηλή αναλογία αποφοίτων λυκείου και πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά έχει πάρα πολύ χαμηλές επιδόσεις σε σύγκριση με άλλα κράτη στην ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος (με βάση τον δείκτη PIZA).