Η αντίστροφη μέτρηση για την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων έχει ήδη αρχίσει καθώς στα τέλη του μήνα αναμένεται ν’ ανοίξει η εφαρμογή του Taxis.
Περίπου 6,2 εκατ. φορολογούμενοι θα κληθούν να δηλώσουν τα εισοδήματα που απέκτησαν το 2017. Θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί κατά τη συμπλήρωση της δήλωσης, καθώς υπάρχουν σημεία που αν δεν δοθεί η απαραίτητη προσοχή μπορεί να εξελιχθούν σε παγίδες που θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερο φόρο.
Ηδη στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων έχουν υποβληθεί οι βεβαιώσεις αποδοχών για τα εισοδήματα και τους φόρους που έχουν παρακρατηθεί από μισθούς και συντάξεις κατά τη διάρκεια του έτους.
Επιπλέον έχουν ήδη φτάσει τα στοιχεία από τις τράπεζες για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές που έγιναν το 2017 ενώ ολοκληρώνεται η διαδικασία υποβολής από τις τράπεζες των στοιχείων για τους τόκους των καταθέσεων και τις τοκοχρεολυτικές δόσεις που κατέβαλλαν το 2017 οι φορολογούμενοι.
Οι φορολογούμενοι θα πρέπει να είναι προσεκτικοί στη συμπλήρωση του εντύπου Ε1 σε ό,τι αφορά το αφορολόγητο που χτίζεται με πλαστικό χρήμα. Στο φετινό Ε1 δίπλα στον κωδικό 049 έχει προστεθεί και ο κωδικός 050, ο οποίος αφορά τις δαπάνες με ηλεκτρονικό χρήμα που πραγματοποίησε το 2017 η σύζυγος ή το μέλος του συμφώνου συμβίωσης.
Ο κωδικός αυτός δεν είναι κλειδωμένος. Οι φορολογούμενοι θα μπορούν να παρέμβουν για να προσθέσουν δαπάνες, οι οποίες ενδεχομένως δεν εμφανίζονται από τα στοιχεία των τραπεζών.
Στην περίπτωση αυτή οι φορολογούμενοι μπορεί να επικαλεστούν τα ενημερωτικά σημειώματα των τραπεζών.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, για τα ετήσια εισοδήματα έως 20.000 ευρώ από μισθούς, συντάξεις ή από αγροτικές δραστηριότητες προβλέπεται έκπτωση φόρου ως εξής:
- 1.900 ευρώ, για φορολογούμενους χωρίς προστατευόμενα τέκνα.
- 1.950 ευρώ, για φορολογούμενους με 1 προστατευόμενο τέκνο.
- 2.000 ευρώ, για φορολογούμενους με 2 προστατευόμενα τέκνα.
- 2.100 ευρώ για φορολογούμενους με 3 ή περισσότερα προστατευόμενα τέκνα.
Όσοι δεν κατάφεραν να καλύψουν το ελάχιστο απαιτούμενο ποσό των δαπανών με πλαστικό χρήμα θα κληθούν να πληρώσουν έξτρα φόρο, ο οποίος προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού, πολλαπλασιαζόμενης με συντελεστή 22%.