Διπλάσια ανάπτυξη, σε σύγκριση με τις προβλέψεις της κυβέρνησης, η οποία θα έφτανε σε μακροπρόθεσμη βάση το 4,38%, θα πετύχαινε η χώρα μας, εάν μειώνονταν οι φόροι και οι εισφορές που επιβαρύνουν τη μισθωτή εργασία και εφαρμόζονταν ταυτοχρόνως διαρθρωτικά δημοσιονομικά μέτρα.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει ειδική μελέτη που περιλαμβάνεται στη χθεσινή Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ).
Η αλλαγή στο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής κατέχει, άλλωστε, κεντρική θέση μεταξύ των 10 προτάσεων πολιτικής που παρουσίασε χθες (διαβάστε εδώ) ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας.
Όπως επισήμανε ο κ. Στουρνάρας, «η υπερβολική εξάρτηση της δημοσιονομικής προσαρμογής από τους φόρους συνιστά αντικίνητρο τόσο για την εργασία όσο και για τις επενδύσεις, διογκώνοντας παράλληλα και την παραοικονομία».
Σύμφωνα με τους οικονομολόγους της ΤτΕ, το 2017 το μη μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα, τόσο ως ποσοστό των ακαθάριστων αποδοχών των εργαζομένων όσο και ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας, ήταν πάνω από 10 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το μέσο όρο των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα:
– Ο φόρος προσωπικού εισοδήματος από εργασία και οι ασφαλιστικές εισφορές για ένα τυπικό νοικοκυριό (νοικοκυριό με δύο παιδιά και έναν εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης με αποδοχές στο 100% των μέσων αποδοχών), αναλογούσαν στο 23,7% των ακαθάριστων αποδοχών του ή στο 39% του συνολικού κόστους εργασίας, έναντι 14% και 26,1% αντίστοιχα για τον ΟΟΣΑ.
– Εάν συγκρίνουμε τον τελικό φορολογικό συντελεστή (που μετρά το μέσο φορολογικό βάρος στη μισθωτή εργασία για το σύνολο της οικονομίας ως ποσοστό των συνολικών ακαθάριστων αποδοχών), η Ελλάδα κατατάσσεται στις 8 χώρες με τον υψηλότερο συντελεστή: 41%, με αύξηση 6,6 ποσοστιαίων μονάδων στο διάστημα 2009-2016, ενώ ο μέσος συντελεστής της Ε.Ε. είναι 36,1% και της ευρωζώνης 38,4% και η αύξησή τους το παραπάνω διάστημα ανήλθε μόλις σε 1 και 1,3 ποσοστιαίες μονάδες αντιστοίχως.
Το μείζον ερώτημα, λοιπόν, είναι τι θα συνέβαινε, εάν μειωνόταν η φορολογική και ασφαλιστική επιβάρυνση της εργασίας; Η απάντηση που δίνουν οι αναλυτές της ΤτΕ είναι πως όχι μόνο θα αυξανόταν το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), αλλά μεσοπρόθεσμα θα ενισχυόταν και το πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο αρχικά θα σημείωνε πολύ μικρές απώλειες. Επιπλέον, η ταυτόχρονη υλοποίηση διαρθρωτικών δημοσιονομικών μέτρων, που θα βελτίωναν τη φορολογική συμμόρφωση και την αποτελεσματικότητα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, και μέτρων φορολογικής ελάφρυνσης όχι μόνο θα ενίσχυε την οικονομική δραστηριότητα, αλλά θα βοηθούσε και στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
Πιο αναλυτικά, η μελέτη εξέτασε τέσσερα σενάρια εργασίας
– Σενάριο 1: Μείωση του συντελεστή εργατικών εισφορών κατά 1 ποσοστιαία μονάδα. Στο σενάριο αυτό η ανάπτυξη θα ενισχυόταν κατά 0,4% το 2019, 0,66% το 2020, 0,83% το 2021 και 1,36 μακροπρόθεσμα. Το πρωτογενές πλεόνασμα θα «ροκανιζόταν» κατά 0,29% το 2019, 0,21% το 2020 και 0,15% το 2021, αλλά μακροχρόνια θα εμφάνιζε οριακή αύξηση 0,07%.
– Σενάριο 2: Μείωση του συντελεστή εργοδοτικών εισφορών κατά 1 ποσοστιαία μονάδα. Θα οδηγούσε σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,52% το 2019, 0,66% το 2020, 0,67% το 2021 και 0,82% μακροπρόθεσμα. Το πρωτογενές πλεόνασμα θα μειωνόταν οριακά κατά 0,06% το 2019, αλλά στη συνέχεια θα ενισχυόταν κατά 0,03% το 2020, 0,05% το 2021 και 0,11% σε μακροχρόνια βάση.
– Σενάριο 3: Μείωση των συντελεστών εργατικών και εργοδοτικών εισφορών και μείωση του φορολογικού συντελεστή στο εισόδημα από μισθωτή εργασία κατά 1 ποσοστιαία μονάδα. Στο σενάριο αυτό τα ευεργετικά αποτελέσματα στο ΑΕΠ είναι σημαντικά, καθώς θα προέκυπτε πρόσθετη ανάπτυξη 1,32% το 2019, 1,97% το 2020, 2,31% το 2021 και 3,51% μακροπρόθεσμα. Το πρωτογενές πλεόνασμα θα έχανε 0,66% το 2019, 0,4% το 2020 και 0,26% το 2021, αλλά μακροπρόθεσμα θα κέρδιζε 0,23%.
– Σενάριο 4: Μείωση των τριών παραπάνω συντελεστών, σε συνδυασμό με την υλοποίηση διαρθρωτικών δημοσιονομικών μέτρων που βελτιώνουν τη φορολογική συμμόρφωση, αυξάνοντας κατά μία ποσοστιαία μονάδα την πιθανότητα εντοπισμού των αδήλωτων εισοδημάτων και της παραγωγής. Οι παρεμβάσεις αυτές θα προκαλούσαν αναπτυξιακή έκρηξη, που θα έφθανε το 4,38% σε μακροχρόνια βάση. Το 2019 το ΑΕΠ θα ενισχυόταν περαιτέρω κατά 1,68%, το 2020 κατά 2,47% και το 2021 κατά 2,9%. Όσον αφορά στο πρωτογενές πλεόνασμα, θα κατέγραφε απώλειες 0,28% το 2019, αλλά στη συνέχεια θα είχε κέρδη 0,02% το 2020, 0,19% το 2021 και 0,79% μακροπρόθεσμα.
Η μελέτη επιβεβαιώνει ότι, όπως είναι λογικό, «η μείωση του φορολογικού βάρους για τον εργαζόμενο αυξάνει τον καθαρό μισθό, την κατανάλωση και ισχυροποιεί το κίνητρο για προσφορά εργασίας».
Επίσης, «η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος μειώνει το μέσο κόστος παραγωγής και συνακόλουθα τις τιμές των προϊόντων, βελτιώνοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές αγαθών και υπηρεσιών και αυξάνοντας τα κέρδη, την παραγωγή και τη ζήτηση εργασίας».