Δικαστική απόφαση-«βόμβα» ανοίγει τον δρόμο για την υποβολή προσφυγών από μισθωτούς, εξέδωσε το Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου στις 6 Φεβρουαρίου.
Σύμφωνα με την απόφαση, που παρουσιάζει η «Δημοκρατία», κρίνεται αντισυνταγματικό το γενικευμένο «πάγωμα» και την, επί της ουσίας, συλλήβδην και χωρίς προϋποθέσεις κατάργηση των επιδομάτων προϋπηρεσίας στον ιδιωτικό τομέα από τις 14 Φεβρουαρίου του 2012 και μετά, σε εφαρμογή του δεύτερου μνημονίου.
Ο υπάλληλος που προσέφυγε κατά της συγκεκριμένης ρύθμισης δικαιώθηκε και θα λάβειαναδρομικά 17.018,41 ευρώ, εκ των οποίων τα 7.000 ευρώ πρέπει να δοθούν άμεσα, πριν δηλαδή από την εκδίκαση της υπόθεσης στο Εφετείο.
Πιο συγκεκριμένα, η δικαστική απόφαση αφορά αγωγή που άσκησε εργαζόμενος του ΟΤΕ κατά της απόφασης που έλαβε η επιχείρηση, εφαρμόζοντας την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου της κυβέρνησης Παπαδήμου και σύμφωνα με την οποία «πάγωναν» τα επιδόματα ωρίμανσης στις 14 Φεβρουαρίου του 2012 για το σύνολο του ιδιωτικού τομέα.
Με τη συγκεκριμένη Πράξη, ανεστάλη η μισθολογική εξέλιξη του προσωπικού του ΟΤΕ, όπως και σε όλες τις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να σταματήσουν από το 2013 η χορήγηση των μισθολογικών βαθμίδων και η αναπροσαρμογή του προβλεπόμενου χρονοεπιδόματος, βάσει των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και του Ενιαίου Κανονισμού Προσωπικού του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών.
Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, η σχετική διάταξη της ΠΥΣ, βάσει της οποίας παγώνουν συνολικά όλα τα επιδόματα προϋπηρεσίας από τις 14/2/2012 και μετά, κρίνεται αντισυνταγματική, μεταξύ άλλων για τους εξής λόγους:
Δεν αναδεικνύονται λόγοι γενικού συμφέροντος για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ΠΥΣ, γενικευμένα, σε όλες τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα.
Δεν δικαιολογούνται «τυφλές» κρατικές παρεμβάσεις στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας γενικά και χωρίς την εξέταση καθεμιάς περίπτωσης ξεχωριστά.
Όταν τα δικαστήρια επιλαμβάνονται ιδιωτικών διαφορών, πρέπει να εφαρμόζουν τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας.
Στην προκειμένη περίπτωση, στον ΟΤΕ, πριν από την εφαρμογή της ΠΥΣ ήδη είχαν συμφωνηθεί μεσοσταθμικές μειώσεις 23% στις αποδοχές του προσωπικού, ενώ ο Οργανισμός ήταν μια εύρωστη επιχείρηση με υψηλά κερδοφόρους ισολογισμούς.