«Οχι» στη μείωση των ετήσιων στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα, είπε η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ, στην πρώτη της δημόσια τοποθέτηση μετά την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ηδη από χτες το κλίμα ήταν άσχημο, όπως είχε σημειώσει το pronews.gr, καθώς οι δανειστές «έκοψαν τα φτερά» της νέας κυβέρνησης Μητσοτάκη με αρνητικά άρθρα από Le Monde & Telegraph.
Συγκεκριμένα, η Α.Μέρκελ, σημείωσε χαρακτηριστικά απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου πως «δεν βλέπει λόγο για αλλαγή του πλαισίου προϋποθέσεων που έχουν αποφασιστεί από το Eurogroup σε ό,τι αφορά την Ελλάδα».
«Οι υπουργοί Οικονομικών ήδη έχουν κάνει την ανακοίνωσή τους, ότι κατ΄αρχάς το πλαίσιο προϋποθέσεων παραμένει.
Και βεβαίως δεν παίζει ρόλο σε ποιο κόμμα ανήκει ο εκάστοτε Πρωθυπουργός, αλλά αυτά είναι προγράμματα, για τα οποία έχει γίνει εκτεταμένη διαπραγμάτευση.
Τώρα βεβαίως θα δούμε τι θα κάνει ο Eλληνας Πρωθυπουργός, τι αιτήματα θα θέσει, αλλά έχω μιλήσει μαζί του τηλεφωνικώς και μου υποσχέθηκε προ πάντων ότι θα υλοποιήσει γοργά μια μεταρρυθμιστική ατζέντα, η οποία θα δημιουργήσει και οικονομική ανάπτυξη.
Και αυτό θα το δούμε τώρα, αλλά οι υπουργοί Οικονομικών είπαν κατ’αρχάς ότι δεν βλέπουν λόγο για αλλαγή του πλαισίου των προϋποθέσεων.
Με αυτό συμφωνώ κι εγώ», δήλωσε η καγκελάριος της Γερμανίας.
Η Μέρκελ ουσιαστικά παρέπεμψε στην συνεδρίαση του Eurogroup της Δευτέρας. Η δήλωσή της περί μη αλλαγής του πλαισίου προϋποθέσεων για το χρέος, ουσιαστικά αντανακλά τη δήλωση του επικεφαλής του οργάνου Κλάους Ρέγκλινγκ, ο οποίος είχε δηλώσει ότι ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% είναι «ακρογωνιαίος λίθος» του προγράμματος και πως σε αυτό το στόχο βασίζεται η ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
Ο κ. Ρίνε, η χώρα του οποίου διατηρεί την Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το τρέχον εξάμηνο, δήλωσε για το ίδιο θέμα:
«Σε ό,τι αφορά την Ευρωζώνη και την περαιτέρω ανάπτυξή της, εμείς στην Φινλανδία έχουμε συζητήσει πολύ γι’ αυτό το θέμα.
Μια καλύτερη Ευρωζώνη μπορεί να επιτευχθεί με το να εφαρμόζουμε τις αποφάσεις που λάβαμε. Αυτές τις οποίες ήδη λάβαμε. Και μετά ερχόμαστε σε αυτό το σημείο όπου μπορούμε να συνεχίσουμε τις συζητήσεις και στο πεδίο της Ευρωζώνης».